6 Αυγούστου 2010

Τωρα θα κοιταζεις μια θαλασσα.

Τώρα θα κοιτάζεις μία θάλασσα.
Η διάθεση να σε εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σε βρίσκει:
πικρή παραθαλάσσια αοριστία.
Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φώς και ούτε φώς,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω απ το τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτά
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους
οι αγνές ησυχίες τριγύρω
με τη σιωπή σου θα τις κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα
κι ανεβαίνει. Σε κρατάει στο ράμφος της.
Που ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους
για να σε καταλάβω;
Θα κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει
από πλαγιά που γλυκά
και με ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μες στην απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
που έχω γι αυτές διαβάσει
στους πολύτομους κόπους που έδεσα.
Σ' ένα αβαθή σου στεναγμό βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δεν θα ήτανε βαπόρι. Θα ήτανε σκιάχτρο
στα υγρά περβόλια της φυγής
να μην πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.
Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στα πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστής στα πρώτα βότσαλα.
Τούς σκάει ένα φιλί και ξεμεθάει.
Τώρα, θα σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
και θα επιστρέφεις κάπου.
Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μία άλλη άπλα,
αλλού γυμνή κι αλλού ντυμένη με βλάστηση.
Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα,
κατέβηκε από γλάρος,
βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.

Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.

Kική Δημουλά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου