Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ετυμολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ετυμολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Σεπτεμβρίου 2011

Και ομως ειναι ελληνικες

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
Κείμενα για τη γλώσσα και τα λεξικά

Και όμως είναι ελληνικές

Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές. Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βους + τυρός), μέσω τού λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ. αγγλ. butere, απ' όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά). Το αρχ. ελλην. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατιν. papyrum, απ' όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir. Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική «την εκκλησία», τής λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού αρχ. γερμ. kirihha (απ' όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church. Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω τού λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα oλλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch. Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς. Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατιν. scena, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα που έδωσε, μέσω τού λατιν. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα. Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία». Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma που ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο. Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter. Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαιων. αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ' όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» - «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» - «απλός υπάλληλος». Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος». Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ' όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατιν. episcopus, απ' όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαιων. αγγλ. bishhop που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop. Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατιν. monachus, απ' όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης. Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος. Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος. Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σημ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μια ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.
 
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 12 Μαρτίου 2000
Copyright © 2011 Lexicon.gr

20 Μαρτίου 2011

Ετυμολογικά της κρίσεως

Επειδή το τού Αντισθένους «αρχή επιστήμης η των ονομάτων επίσκεψις» είναι πάντοτε χρήσιμο, θα επιχειρήσουμε μια αναγωγή στην προέλευση των λέξεων που χρησιμοποιούμε αυτόν τον καιρό για την οικονομική κρίση. Εν πρώτοις η ίδια η λέξη κρίση (< κρίνω ) έφυγε από εμάς ως «νοητική διεργασία που καταλήγει σε εκτιμήσεις, σκέψεις και αποφάσεις» αλλά και ως «κακή κατάσταση για νόσους» ( κρίσιμη )και μάς γύρισε πίσω ως «κακή έκβαση στα οικονομικά», μέσω των γαλλ. crise και αγγλ. crisis, ευτυχώς όχι ως δάνειο, αλλά ως «αντιδάνειο»!
Το δάνειο, ο οικονομικός μας εφιάλτης, ανάγεται στο ρήμα δίδω (αρχ. δίδωμι ), ξεκινώντας από τη λέξη δάνος (το), μια λέξη που- κατά τραγική ειρωνεία- σήμαινε «το δώρο»! Αμποτε το δάνειό μας να ήταν δώρο των Ευρωπαίων εταίρων μας με πιο ανθρώπινους όρους, αντίδωρον ανθ΄ ων έλαβον... Μακάρι να είχαν πραγματικά «ευρείς ώπας», ώστε να μπορούν να δουν ότι ως Ευρ-ώπη άλλη στάση θα έπρεπε να τηρούν στους «πρωτοτυπικά» Ευρωπαίους.
Είναι να διερωτάται κανείς πώς μια «άγια λέξη» τής Ελληνικής, η λέξη χρη, που δήλωσε το «πρέπει, ό,τι γεννά υποχρέωση ή ανάγκη», έδωσε δύο λέξεις-κλειδιά τής καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τις λέξεις χρήμα και χρέος. Χρήματα είναι ό,τι χρειάζεται κανείς, ό,τι αποκτά (η κινητή περιουσία), ό,τι χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές και τις ανάγκες του (τα λεφτά < λεπτόν νόμισμα ) και γενικότερα ό,τι χρησιμοποιεί (τα πράγματα): χρήματα δε λέγομεν πάντα όσων η αξία νομίσματι μετρείται (Αριστοτέλης)· αλλού (στον Ισοκράτη) λέγεται η φράση «ούτε πήρα ούτε ακούμπησα τα λεφτά»: εγώ δ΄ υμίν παρέξομαι μάρτυρας ως ούτ΄ επελαβόμην ούτ΄ εφηψάμην των χρημάτων (σαν κάτι να μας θυμίζει...). Χρέος εξάλλου είναι ό,τι υποχρεούται να χρησιμοποιήσει κανείς για να καλύψει ανάγκες, η οφειλή από δάνειο ( χρέος διδόναι, χρέος λαμβάνειν, χρέος αποδιδόναι ). Οι δανειστές μας το επί την τράπεζαν χρέως (Δημοσθένης)και χρέα επί τόκοις οφειλόμενα (Ισαίος)απαιτούν σήμερα εκπληρώσαι το χρέος άπαν (Πλάτων). Αναδιάρθρωση τού χρέους (< απόδοση τού αγγλ. restructuring) δεν είναι επιθυμητή. Προτιμούμε την επιμήκυνση (όχι- προς Θεού- τού χρέους, αλλά) τού χρόνου αποπληρωμής τού χρέους. Ωστόσο, θα επιθυμούσαμε περισσότερο χρειών λύσιν (Ησίοδος) και ακόμη περισσότερο (και για τις εσωτερικές μας οικονομικές υποχρεώσεις) τη Σολώνεια σεισάχθεια (την απόσειση κάθε άχθους, κάθε βάρους). Τι ανακούφιση θα ήταν για τη χώρα μας, αν οι Ευρωπαίοι και οι τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δανειστές μας μιμούνταν τον Καίσαρα, ο οποίος σεισαχθεία τινί τόκων εκούφιζε τους χρεωφειλέτας ! Αντ΄ αυτού ακόμη και γνωστοί Ευρωπαίοι ηγέτες εκστομίζουν ότι «δεν έχουν κανένα χρέος στον Ελληνα», επαναλαμβάνοντας το τού Δαρείου έχω χρέος ειπείν ουδέν ανδρός Ελληνος (Ηρόδοτος), που μεταφράζεται στο λεξικό Liddell- Scott «Ι know of nothing that Ι owe to any man of Greece»!
Σκέπτομαι πως ίσως οι αγγλόφωνοι ιδίως Ευρωπαίοι να μάς έχουν χρεώσει ότι διά τού αρχαίου τάξις, που σήμαινε και «την αναλογική φορολόγηση, αποτίμηση», τους φορτώσαμε μέσω τού λατινικού taxa «φόρος» τη λέξη και την απεχθή σημασία tax «φόρος» και taxation «φορολογία». Βεβαίως, φόρο (< φέρω )και φορολογία είχαμε στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων και φόρου υποτελείς έχουμε υπάρξει για χρόνια και κεφαλικό φόρο έχουμε πληρώσει, το λεγόμενο χαράτσι (από το τουρκ. harac, που προέρχεται από το αραβικό haradj, το οποίο ίσως ανάγεται στο ελληνικό χορηγία ), αλλά δάσκαλοι τής φοροδιαφυγής φαίνεται ότι ήταν οι Αγγλοι, από τους οποίους πήραμε τη λέξη tax evador, που αποδώσαμε ως φοροφυγάς. Βέβαια, ελληνικότατο είναι το φορομπήχτης (εφημ. «Αστυ», 1892), επικρατήσαν τής ευγενέστερης λέξης φοροτόκος κυβέρνησις (εφημ. «Ακρόπολις», 1886).
Επ΄ ευκαιρία, τα τέλη που πληρώνουμε πάνε πολύ πίσω στην κλασική περίοδο και η ετυμολογική σύνδεση τής λέξης με τη ρίζα απ΄ όπου τα τάλας, ταλανίζω, ταλαίπωρος δείχνει πώς έβλεπαν από παλιά τέτοιες επιβαρύνσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισπράκτωρ τελών των χρόνων εκείνων, ο τελώνης, απέκτησε αρνητική σημασία ( «πάντες τελώναι, πάντες εισίν άρπαγες» ) και συνδέθηκε ακόμη και με τα τελώνια, τα στοιχειά, τα δαιμόνια, γιατί τάχα δαίμονες άρπαζαν ψυχές νεκρών από τους αγγέλους για να τους «φορολογήσουν»!
Ενδιαφέρον έχει και η λέξη ασύδοτος (και ασυδοσία )που πλάστηκε το 1805 από τον Αδαμάντιο Κοραή, για να δηλώσει αυτόν που δεν πληρώνει φόρους, που δεν «συν-δίδει», που είναι φορολογικά α-σύνδοτος ( > ασύδοτος ), δεν συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη και γενικότερα δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του. Τέλος, ας δούμε την προέλευση τής λέξης συνδικαλιστής που είναι επίσης στην επικαιρότητα. Πρόκειται για την αρχαία ελληνική λέξη σύνδικος «συνήγορος, υπερασπιστής», που στη δημώδη Λατινική έγινε syndicus «ο εκπρόσωπος πόλεως», για να περάσει (ήδη το 1257) στη Γαλλική ως syndique «ο υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας (αρχικά εκκλησιαστικής)», απ΄ όπου ξαναγύρισε αργότερα στην Ελληνική («αντιδάνειο») με τα ομόρριζα συνδικάτο, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία οι σύνδικοι ήταν συνήγοροι και εκπρόσωποι τού δημοσίου (πόλεως, φυλών), ιδίως ενώπιον ξένων δικαστηρίων, αργότερα δε και δικαστές. Οι νομικοί υπερασπιστές ιδιωτών αποκαλούνταν συνήγοροι και οι τού δημοσίου σύνδικοι. Ετσι και οι συνδικαλιστές (κυρίως από τον 16ο αιώνα) ξεκίνησαν ως εκπρόσωποι και υπερασπιστές των συμφερόντων ομάδων εργαζομένων με υψηλό τότε κύρος και γενικότερη εκτίμηση.
Θα τελειώσω με την τρόικα. Ρωσική λέξη, ξεκίνησε ως «άμαξα με τρία άλογα» και εξελίχθηκε μεταφορικά στη σημασία «τριανδρία», ειδικότερα σε «πολιτική ηγεσία τριών προσώπων» (Ιωσήφ Στάλιν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λέων Καμένεφ). Για τους Ελληνες σήμερα έχει αποκτήσει πλήθος συνδηλώσεων και υφολογικών αποχρώσεων.
www.babiniotis.gr
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

16 Μαρτίου 2011

στα άκρα- Μπαμπινιώτης-νέμω-αριθμός

νέμω-αριθμός(αραρίσκω)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ «ΑΡΙΘΜΟΣ»:
 ΕΚ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ «ΑΡΑΡΙΣΚΩ» ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
«ΤΑΞΙΝΟΜΩ, ΣΥΜΠΥΚΝΩΝΩ, ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΩ, ΣΥΝΑΠΤΩ, ΤΑΙΡΙΑΖΩ, ΤΑΞΙΝΟΜΟΥΜΑΙ, ΣΥΜΠΥΚΝΟΥΜΑΙ» Κ.Λ.Π.. ΕΚ ΤΟΥ «ΑΡΑΡΙΣΚΩ» ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ «ΑΡΙΣΤΟΣ, ΑΡΕΤΗ, ΑΡΕΣΚΕΙΑ»
αρετή<αραρίσκω=συναρμόζω
άρθρον<αραρίσκω=αρμόζω, ταιριάζω
αριθμός< αραρίσκω=αρμόζω, ταιριάζω
 πηγή:
http://sites.google.com/site/thetidiolarisa/

  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΡΕΤΗ >
    • Η λ. πιθανώς να συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω (=συνδέω, συνταιριάζω, συνενώνω).
    πηγή:http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/lexicon/lemma.html?id=41