Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Νοεμβρίου 2013

Έρωτας στην Ανδρο του Μεσοπολέμου

«Ενα θα σας πω, χίλιες φορές καλύτερα να μην παντρεύονται τα κορίτσια αυτούς που αγαπούν, γιατί όταν θα τρέχουνε γραμμή στις παστρικές, ο πόνος θα παλεύεται...» (Μίνα Σαλταφέρου, γυναίκα ναυτικού. «Μικρά Αγγλία», της Ιωάννας Καρυστιάνη). Ενα μικρό θαύμα συντελείται αυτόν τον καιρό στην Ανδρο. Το ερημωμένο λόγω εποχής (αλλά και κρίσης) νησί σαν να ζωντάνεψε. Εχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο πλατό.


Η «Μικρά Αγγλία» (εκδόσεις Καστανιώτη) γίνεται επιτέλους ταινία, με την υπογραφή του Παντελή Βούλγαρη στη σκηνοθεσία και της Ιωάννας Καρυστιάνη στο σενάριο. Το φιλμ, με εκτελεστή παραγωγό τον Γιάννη Ιακωβίδη («Black orange»), γίνεται χωρίς κρατικά λεφτά. Αποκλειστικά χάρη στην υποστήριξη των ντόπιων. Αυτών που άνοιξαν τα σπίτια τους, χωρίς αντάλλαγμα. Κι αυτών που έβαλαν το χέρι στην τσέπη, επιμένοντας να μη δημοσιοποιήσουν το όνομά τους.
Οπου και αν κάτσεις, γι' αυτό θα ακούσεις να μιλούν. Μέχρι και με κιάλια... κατασκοπεύουν το γύρισμα, που ολοκληρώνεται στις 2 Μαΐου. Ο κεντρικός πεζόδρομος της Ανδρου έχει πλημμυρίσει από ταμπέλες αλλοτινών καιρών: «Σιγαρέττα», «Ραπτομηχαναί», «Καλλιτεχνικόν Βιβλιοδετείον». Αλλο τώρα αν, μπαίνοντας στο «Γραφείον Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου-Τήνου-Ανδρου», μπορείς να απολαύσεις... χοτ ντογκ.
Στη «Μικρά Αγγλία» αναβιώνει η πάλαι ποτέ ακμαία Ανδρος των εφοπλιστών. Χρόνια πλούτου αλλά και απέραντης μοναξιάς για τις κυράδες που έμεναν πίσω. Σήμερα, οι Ανδριώτες πίστευαν πως έχουν τελειώσει με τη ναυτιλία. Ομως οι νέοι τους μπαρκάρουν και πάλι. Είναι η μόνη διέξοδος...
Η «Μικρά Αγγλία», η ταινία που θα δούμε τον ερχόμενο Νοέμβριο στις αίθουσες, διαδραματίζεται από το '30 έως το '50. Μιλά για καπετάνιους με διπλή ζωή, μια στην Ελλάδα και μια στην Αργεντινή. Για καπετάνισσες, όπως η Μίνα, που η μοναξιά τούς έχει μαυρίσει την ψυχή. Για χήρες ναυτικών που δεν τρώνε ψάρι, μήπως και το ψάρι αυτό έχει φάει τις σάρκες των δικών τους. Για συφιλιδικούς ναυτικούς, θαμώνες των οίκων ανοχής από λιμάνι σε λιμάνι, που κληροδοτούν το θανατηφόρο μικρόβιο στα παιδιά τους. Για καταδικασμένους έρωτες που θυσιάζονται στο βωμό του συμφέροντος.
Εναν τέτοιο έρωτα έχει για θέμα της η ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Αυτόν της όμορφης Ορσας Σαλταφέρου (Πηνελόπη Τσιλίκα) για τον Σπύρο Μαλταμπέ (Ανδρέας Κωνσταντίνου). Ομως η μάνα, η Μίνα, έχει άλλα σχέδια για τη θυγατέρα της. Την παντρεύει με τον Νίκο Βατοκούζη (Μάξιμος Μουμούρης), γιο ενός πλούσιου πλοιοκτήτη, χτυπημένου από τη σύφιλη. Πεισμωμένος ο Σπύρος, καταφέρνει να γίνει κι αυτός πλοιοκτήτης. Και η Μίνα (Ανέζα Παπαδοπούλου) τον δίνει στην άλλη της κόρη. Τη Μόσχα (Σοφία Κόκκαλη).
Τα γυρίσματα που παρακολουθήσαμε έγιναν στο παλιό λιμάνι. Δεκαετία του '30. Ο σκηνογράφος Αντώνης Δαγκλίδης και η ενδυματολόγος Γιούλα Ζωγιοπούλου έχουν κάνει εντυπωσιακή δουλειά. Τηλεγραφόξυλα, τσουβάλια, μπαούλα, μαδέρια. Κλουβιά με κουνελάκια. Κάστανα. Ξηροί καρποί και κόκκινα γλειφιτζούρια καρφιτσωμένα σε μια πατάτα. Μια μαρμάρινη προτομή. Εργάτες. Κυρίες της εποχής.
Ο Βούλγαρης, πάντα ψύχραιμος, παρακολουθεί άγρυπνα τα πάντα από το μόνιτορ. «Να λερωθούν οι τραγιάσκες», λέει. «Ο χωροφύλακας να βάλει μουστάκι». Πριν από την πρώτη λήψη, η Καρυστιάνη, που έχει πάντα μια ζεστή κουβέντα για όλους, παίρνει μια ντουντούκα και αφού ευχαριστεί τους Ανδριώτες για τη συνδρομή και την υπομονή τους, τους ζητάει να βγάλουν γυαλιά, ρολόγια, κινητά. Θα ηχογραφηθούν ήχοι πλήθους, έτσι «να συζητάτε χαλαρά για θέματα όπως η σοδειά, τα αβγά, οι ντομάτες. Και όχι για τη Ρεάλ, την Μπαρτσελόνα, την κρίση ή το Μνημόνιο»!
Λίγο πιο πίσω, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης τραβάει με μια ψηφιακή κάμερα υλικό για το making of και η αδερφή του Κωνσταντίνα επικοινωνεί μέσω ασυρμάτου με τον πατέρα της για τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ολη η οικογένεια παρούσα.
Στη θέα του κόσμου που αποβιβάζεται από τις βάρκες στο λιμάνι, μια ηλικιωμένη γυναίκα συγκινείται. Δακρύζει. «Νομίζω πως ξαναβλέπω τον ναυτικό πατέρα σου να 'ρχεται», λέει στην κόρη της.
«Βέβαια, όταν τελείωνε η ιεροτελεστία των δώρων», εξομολογείται η κόρη, «αντικρίζαμε έναν ξένο. Ερχόταν και μας έβλεπε κάθε τέσσερα χρόνια...».
Την επόμενη μέρα το γύρισμα είναι γκράντε. Διακόσια άτομα, ντόπιοι κομπάρσοι, πλημμυρίζουν το παλιό λιμάνι. Ο πόλεμος έχει τελειώσει. Μια επιμνημόσυνη τελετή, με τη συμμετοχή της χορωδίας της Ανδρου, τιμά τους πεσόντες που χάθηκαν στις νηοπομπές. Ανάμεσά τους και ο Σπύρος...
Ο Κώστας Κλεφτόγιαννης, ο ταγματάρχης του Εθνικού Στρατού από τον οποίο ζητάει ο Βέγγος το πτώμα του παιδιού του στην «Ψυχή βαθιά», επιστρέφει και πάλι ως αξιωματικός του Ναυτικού. «Οταν άκουσα το σενάριο, στην ανάγνωση, έβαλα τα κλάματα...».
Πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Τα κύματα σκάνε όλο και πιο δυνατά. Γρήγορα γίνονται όλοι μούσκεμα. Η χορωδία έχει χιούμορ: «Κάντε υπομονή... Το σύννεφο έφερε βροχή...»!
Το μάτι μας παίρνει τη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, την Αγγελική Παπαθεμελή, τον Χρήστο Καλαβρούζο. Αλλά και τον Βασίλη Βασιλάκη στο ρόλο του καπετάνιου συζύγου της Μίνας.
Είναι η πρώτη φορά που ο Βούλγαρης γυρίζει με ψηφιακή κάμερα. Αλλά τι κάμερα: «Alexa». Τραβάει σαν φιλμ. Διευθυντής φωτογραφίας και εδώ ο Σίμος Σαρκετζής. Μέχρι και ψηφιακά εφέ θα έχουν. Ο Αντώνης Κοτζιάς θα προσθέσει στο πλάνο μεγάλα πλοία. Και θα αφαιρέσει κεραίες, θερμοσίφωνες, μπετονένιες προκυμαίες. Τα χρήματα που εξοικονομούνται είναι πολλά. Οι βάρκες πάντως, μπροστά μας, είναι πραγματικές. Πιστά αντίγραφα της εποχής, ναυπηγημένα στην Εύβοια.
Πραγματικός και ο καφετζής του λιμανιού. Εχει καφενείο στην κεντρική πλατεία.
Ο location manager, ο Ανδριώτης Βαγγέλης Λουκίσας, έχει κάνει «παπάδες». Συγκέντρωσε μοναδικά αντικείμενα: βενετσιάνικους καθρέφτες, καναπέδες, μπουφέδες εποχής. «Ολοι άνοιξαν τα σπίτια τους».
Τα ιδρύματα του νησιού τούς υποστήριξαν. Τα βαπόρια και ο δήμος επίσης. Μέχρι και οι ηλικιωμένοι του Εμπειρίκειου Γηροκομείου επιστρατεύτηκαν σε μια σκηνή. Τους ακολουθούσαν με μια καρέκλα για να μην καταρρεύσουν. Αλλά δεν εγκατέλειπαν.
«Θα κρυώσεις έτσι», λέει η Καρυστιάνη σε ένα κοριτσάκι. Και της δίνει τη ζακέτα της. Από το πρωί φτιάχνει στεφάνια που θα χρησιμεύσουν στη σκηνή. Γύρω της 4-5 παιδάκια την κοιτούν γεμάτα περιέργεια. «Θέλουμε κι εμείς να παίξουμε στην κηδεία!». «Δεν είναι κηδεία», τους λέει. Και αρχίζει να τους εξηγεί, με το μοναδικό της τρόπο, τι σημαίνει πόλεμος. Πώς χάνονται οι νέοι. Πώς τη γλιτώνουν οι ισχυροί. Και τι θα πει ναζισμός. «Δεν έχει σχέση με την αγάπη. Και αν βλέπετε συμμαθητές σας να επηρεάζονται, εξηγήστε τους ότι κάνουν λάθος. Οχι με μπουνιές. Οχι με βρισιές. Με αγάπη. Με υπομονή»...