11 Νοεμβρίου 2010

Η γλωσσομάθεια είναι το εθνικό χόμπι μας

Η γλωσσομάθεια είναι το εθνικό χόμπι μας

Οι Ελληνες έχουμε έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου μας το αναγνωρίζει

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ, Ι. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ | Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010
 
Εφεση στις ξένες γλώσσες, είτε για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην απαιτητική αγορά εργασίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου είτε από χόμπι, παρουσιάζουν σταθερά οι Ελληνες. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ειδικά όταν, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 83% των Ευρωπαίων αναγνωρίζει μεν τη σημασία της γνώσης ξένων γλωσσών, περίπου ένας στους δύο (44%) όμως παραδέχεται ότι δεν μπορεί να κάνει ολοκληρωμένη συζήτηση σε άλλη γλώσσα, πέραν της μητρικής. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν και ορισμένοι Ευρωπαίοι οι οποίοι ανεξάρτητα από τις κλασικές ή όχι σπουδές τους επιδιώκουν να μάθουν Ελληνικά.

Η τάση αυτή των Ελλήνων τούς οδηγεί και στην εκμάθηση πιο... σπάνιων γλωσσών. Η ιστορικός κυρία Κατερίνα Χάλκου αγαπά το θέατρο. Πριν από δύο χρόνια άρχισε μαθήματα ρωσικής γλώσσας. «Αισθανόμουν ότι διαβάζοντας και βλέποντας ρωσικό θέατρο σε μετάφραση κάτι έχανα» είπε στο «Βήμα». Αρχισε εντατικά μαθήματα, έξι ώρες την εβδομάδα τον πρώτο χρόνο και τέσσερις, τον δεύτερο. Γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και ομολογεί ότι τα ρωσικά τη δυσκόλεψαν στην αρχή. «Χρειάστηκαν τρεις μήνες να εξοικειωθώ με το αλφάβητο και να μπορώ να διαβάσω στα ρωσικά». Μπορεί πλέον να κάνει μια απλή συζήτηση στα ρωσικά και φιλοδοξεί κάποια στιγμή να μπορεί να απολαύσει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο πρωτότυπο. Στο μεταξύ έδωσε εξετάσεις για την απόκτηση του πρώτου πιστοποιητικού γλωσσομάθειας στα ρωσικά. «Θέλω να έχω και κάποιο πτυχίο που να πιστοποιεί τις γνώσεις μου. Θεωρώ ότι μια τρίτη γλώσσα, και μάλιστα κάποια που δεν συγκαταλέγεται στις “κλασικές” ευρωπαϊκές γλώσσες που μαθαίναμε συνήθως, αποτελεί δεξιότητα που εμπλουτίζει το βιογραφικό μου».

«Είναι γλωσσομαθείς οι Ελληνες,με ενδιαφέρον και μεγάλη επιτυχία στην εκμάθηση ξένων γλωσσών.Υπάρχουν σπουδαστές στο Διδασκαλείο που παρακολουθούν ταυτόχρονα τέσσερις ξένες γλώσσες» ανέφερε ο κ. Ιωάννης Κογκετσίδης , γραμματέας του Διδασκαλείου Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο παραδίδονται μαθήματα ξένων γλωσσών από το 1931. Εφέτος διδάσκονται 21 γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες ιαπωνικά, κορεατικά, περσικά και αραβικά. Δημοφιλέστερη είναι τα ισπανικά. «Είναι σταθερά η πρώτη γλώσσα τα τελευταία επτά χρόνια, με δεύτερη τα αγγλικά και τρίτη τα ιταλικά» σύμφωνα με τον κ. Κογκετσίδη. Ακολουθούν τα γερμανικά, τα ιαπωνικά, τα αραβικά, τα κινεζικά και τα ρωσικά. Συνολικά εφέτος έχουν εγγραφεί στο Διδασκαλείο 3.220 σπουδαστές, αριθμός περίπου σταθερός τα τελευταία τρία χρόνια.

Η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά γλωσσομάθειας. Το 44,8% των Ελλήνων ηλικίας 25-64 ετών δηλώνει ότι μιλάει μια ξένη γλώσσα (35,7%, ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης), το 33,4% δήλωσε ότι δεν μιλάει καμία ξένη γλώσσα (36,2%, ο μέσος όρος στην ΕΕ) και το 21,9% δήλωσε ότι μιλάει δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες (28,1%, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ). Από τα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητών που διδάσκονται τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα καταγράφονται στην Ελλάδα (92%), στην Ιταλία (74%) και στην Ιρλανδία (73%).

Στη χώρα μας, και σε πιλοτική εφαρμογή, λειτουργεί από τις αρχές του σχολικού έτους πρόγραμμα διευρυμένου ωραρίου σε 800 ολοήμερα σχολεία της χώρας, όπου, μεταξύ άλλων, παρέχεται η δυνατότητα διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας, ήδη από την Α΄ τάξη του Δημοτικού καθώς και δεύτερης γλώσσας.

Εκ παραλλήλου με τις πιο δημοφιλείς γλώσσες οι Ελληνες επιδιώκουν να μάθουν γλώσσες-εργαλεία της δουλειάς τους. Η κυρία Αλεξία Μπούκα, καθηγήτρια σουηδικών σε ιδιωτικό φροντιστήριο, παρατηρεί εφέτος αύξηση του ενδιαφέροντος για τα σουηδικά. Η οικονομική κρίση περιορίζει τα έξοδα, μαζί με αυτά και τις δαπάνες για ξένες γλώσσες; «Πιστεύω ότι ακριβώς λόγω της κρίσης μαθαίνουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να φύγουν για τη Σουηδία και να αναζητήσουν δουλειά εκεί». Στο φροντιστήριο φοιτούν συνολικά 30 σπουδαστές, όλοι ενήλικοι, και γνωρίζουν ήδη αγγλικά, αρκετοί και γερμανικά. «Οι περισσότεροι έχουν ηλικία μεταξύ 20-35 ετών. Μαθαίνουν τη γλώσσα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Σουηδία. Πάρα πολλοί είναι οι γιατροί που προγραμματίζουν να κάνουν την ειδικότητά τους και να δουλέψουν στη Σουηδία διότι εκεί υπάρχει έλλειψη γιατρών».

«Να γιατί έμαθα να μιλώ και να γράφω ελληνικά»
Η κυρία Μπιάνκα Τιάνα Μας από την Ισπανία
Στην οικογένειά της είχαν πάντοτε έφεση στην εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Αλλά η επιλογή της να μάθει ελληνικά ξένισε. «Ηταν ασυνήθιστο» τονίζει. «Δεν φαινόταν να έχει άμεση χρησιμότητα». Η κυρία Μπιάνκα Τιάνα Μας είναι Ισπανίδα, πλέον η ζωή την έφερε να διαβιοί στην Ελλάδα, και βέβαια «δεν μετανιώνω για την επιλογή μου να μάθω ελληνικά». Η Μπιάνκα χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να μάθει τη «δύσκολη και απαιτητική γλώσσα σας, αλλά είναι ίσως το βασικότερο στοιχείο να κατανοήσει κανείς τη σύγχρονη πραγματικότητα της κοινωνίας σας».
Τα ελληνικά τα έμαθε όταν τέθηκε το ζήτημα εμπλουτισμού των γνώσεών της στις ευρωπαϊκές γλώσσες και τα επέλεξε «από περιέργεια και ενδιαφέρον για την Αρχαιότητα, αλλά κυρίως το σήμερα». Στα πρώτα μαθήματα «δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτε». Τώρα πλέον, ύστερα από τέσσερα χρόνια μαθημάτων στη Μαδρίτη, «όταν ακόμη στο μυαλό μου δεν υπήρχε καν η ιδέα άφιξης και διαμονής στην Ελλάδα» και δύο χρόνια παραμονής στην Αθήνα, μιλά και γράφει με άνεση, έχοντας ως πιο αγαπημένες λέξεις «το “λουλούδι”΄ και το “ευχαριστώ΄΄. Στην πρώτη περίπτωση είναι σαν να ανοίγει το άνθος στις συλλαβές και στη δεύτερη σαν να εκφράζεται όλη η ευγνωμοσύνη του προσώπου σε ένα γεμάτο νόημα ρήμα».
«Η λέξη “παρόν” γειώνει μοναδικά τη στιγμή»
Με άριστες γνώσεις αγγλικών και γαλλικών, ο γερμανός σκηνοθέτης θεάτρου κ. Μίχαελ Ζάιμπερ έμαθε νέα ελληνικά «για να υποβοη θήσω τη δουλειά μου, όταν χρειάστηκε να σκηνοθετήσω την ευριπίδεια τραγωδία “Τρωάδες” με έλληνες ηθοποιούς». Δεν έκανε μαθήματα «με τη στενή έννοια του όρου», αλλά προμηθεύθηκε συγγράμματα ελληνικής και τον βοήθησαν «φίλοι φιλόλογοι και καθηγητές των Νέων Ελληνικών». Η δυσκολία μιας γλώσσας είναι «υποκειμενική υπόθεση. Η εκμάθηση των ελληνικών δεν θεωρώ ότι ήταν δύσκολη». Η αγαπημένη του λέξη είναι «“παρόν”, καθώς γειώνει τη στιγμή με μοναδικό τρόπο, δίνει το “εδώ και τώρα” όπως καμία άλλη γλώσσα». Αλλά παρατηρεί ότι «πολλές φορές οι Ελληνες, και κυρίως οι νέοι, κακοποιούν τη γλώσσα τους, ή δυσκολεύονται να εκφραστούν με πληρότητα σε αυτήν. Αραγε, για παράδειγμα, πόσες... ώρες αντιστοιχούν στη “μία η ώρα”΄, όταν λένε ορισμένοι “θα τα πούμε στις μία”...».
ΙΝFΟ
Ανοιχτή συζήτηση με θέμα τους νέους και τις ξένες γλώσσες διοργανώνει η ΕUΝΙC Ελλάδας, το ελληνικό Τμήμα του Συνδέσμου Ινστιτούτων Ξένων Γλωσσών, στο Ινστιτούτο Γκαίτε στην Αθήνα (Ομήρου 14-16), την Πέμπτη 11 Νοεμβρίου, στις 16.00-19.45. Η ιδέα προέκυψε κατά τον εορτασμό της Ευρωπαϊκής Ημέρας Γλωσσών, που γιορτάζεται στην Ευρώπη κάθε χρόνο στις 26 Σεπτεμβρίου από το 2001.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=1&artId=321693&dt=06/11/2010#ixzz14ybUfZlG

Ξένες γλώσσες από την... κούνια

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει εκστρατεία για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στα μικρά παιδιά. Οπως τονίζεται, τα βοηθά να επικοινωνούν καλύτερα, να είναι πιο ανεκτικά και να μη θεωρούν απειλή τους ξένους πολιτισμούς. «E» 5/11

Πρέπει τα παιδιά να μαθαίνουν ξένες γλώσσες από πολύ μικρή ηλικία και πριν ακόμη πάνε στο σχολείο; Αυτή είναι μια ερώτηση που απασχολεί εκατομμύρια γονείς, οι οποίοι δεν ξέρουν αν μια τέτοια απόφαση θα βοηθούσε τα παιδιά τους ή θα τους δημιουργούσε μελλοντικά, πρόσθετα μαθησιακά προβλήματα.

 

Τα περισσότερα παιδιά που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα σε μικρή ηλικία μαθαίνουν και άλλες γλώσσες με μεγαλύτερη ευκολία
Τα περισσότερα παιδιά που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα σε μικρή ηλικία μαθαίνουν και άλλες γλώσσες με μεγαλύτερη ευκολία
Οι εκπαιδευτικοί υπογραμμίζουν ότι σε κάθε περίπτωση η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι χρήσιμη για τα παιδιά ακόμη και αν αυτά είναι μικρά σε ηλικία, αλλά όπως τονίζουν είναι σημαντικό να μην πιέζονται και οι γονείς να μην έχουν εξαιρετικά μεγάλες προσδοκίες.
ΕνημέρωσηΤο θέμα πάντως, όπως φαίνεται, έχει απασχολήσει ακόμη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει ξεκινήσει εκστρατεία, που ονομάστηκε Piccolingo και απευθύνεται ειδικά στους γονείς, προσπαθώντας να τους πείσει ότι τα παιδιά τους μπορούν και πρέπει να μαθαίνουν ξένες γλώσσες από μικρή ηλικία.
Οπως υπογραμμίζει η Ε.Ε., χάρη στην εκστρατεία Piccolingo πολλοί γονείς θα συνειδητοποιήσουν ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε προσχολική ηλικία προσφέρει στα παιδιά πολλαπλά οφέλη καθώς τα βοηθά:
Nα επικοινωνούν πιο εύκολα. Να μαθαίνουν και να είναι ανεκτικά. Να αισθάνονται άνετα σε οποιαδήποτε χώρα. Να αυξάνουν, μεγαλώνοντας, τις πιθανότητές τους για εύρεση εργασίας. Να δείχνουν ενδιαφέρον για τους ξένους πολιτισμούς και να μην τους θεωρούν απειλή για τον δικό τους πολιτισμό.
Οπως τονίζει στο «Εθνος» η κυρία Μαριλίζα Ξένου, καθηγήτρια Αγγλικών, «παλαιότερα οι γονείς ήταν αρκετά διστακτικοί στην εκμάθηση ξένης γλώσσας των παιδιών πριν αυτά ξεκινήσουν το σχολείο.
Τώρα το κλίμα αυτό έχει αναστραφεί αλλά και πάλι οι γονείς είναι προβληματισμένοι, καθώς φοβούνται μήπως δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα στο νήπιο και αντιδράσει αρνητικά αργότερα στο σχολείο σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία μάθησης».
Διδακτικό παιχνίδιΟπως λέει η κ. Ξένου, η διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας σε τόσο μικρή ηλικία συνήθως συνδυάζεται και με ειδικό διδακτικό παιχνίδι και έτσι τα παιδιά την αντιμετωπίζουν ευχάριστα.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα που εφαρμόζει η Ε.Ε, μετά την ηλικία των 36 μηνών δεν υπάρχουν αναφορές ότι η εκμάθηση γλωσσών δημιουργεί προβλήματα στην εκμάθηση και χρήση της μητρικής γλώσσας.
Αντιθέτως, ενισχύει την ευαισθητοποίηση στους ήχους και τον ρυθμό των γλωσσών. Επιπλέον, τα περισσότερα παιδιά που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα σε πολύ νεαρή ηλικία μαθαίνουν κι άλλες γλώσσες με μεγαλύτερη ευκολία.
ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
  • ΤΣΕΧΙΑ: Από 6 ετών εάν συμφωνούν και οι γονείς.
  • ΕΣΘΟΝΙΑ: Εκμάθηση ξένων γλωσσών από 5 ετών σε ορισμένα νηπιαγωγεία.
  • ΓΑΛΛΙΑ: Εκμάθηση γλωσσών από το νηπιαγωγείο.
  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Εκμάθηση ξένων γλωσσών στα περισσότερα νηπιαγωγεία.
  • ΙΤΑΛΙΑ: Διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας (κυρίως Αγγλικά) από την Α’ Δημοτικού.
  • ΜΑΛΤΑ: Υποχρεωτικά τα Αγγλικά από 5 ετών.
  • ΡΟΥΜΑΝΙΑ: Διδασκαλία ξένων γλωσσών από το νηπιαγωγείο.
  • ΣΟΥΗΔΙΑ: Υποχρεωτική η ξένη γλώσσα από 7 ετών.
  • ΕΛΛΑΔΑ: Υποχρεωτικό μάθημα τα Αγγλικά από την ηλικία των 8 ετών.
Η εκστρατεία Piccolingo της Κομισιόν για τους γονείς
Πέντε ερωτήσεις και απαντήσεις
1 Γιατί είναι τόσο σημαντική η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε νεαρή ηλικία;
Γιατί βοηθάει τα παιδιά να εκμεταλλευτούν πλήρως τις ικανότητές τους. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών έχει πολύ θετικό αντίκτυπο. Η επαφή με νέα ηχητικά σχήματα εξασκεί τη συνειδητή ακουστική κατανόηση των παιδιών, που τα βοηθάει να βελτιώσουν την προσοχή τους στη δική τους γλώσσα. Αυτό τα προετοιμάζει για την κατανόηση του προφορικού λόγου αργότερα στο σχολείο.
2 Υπάρχουν κοινωνικά οφέλη;
Η εκμάθηση γλωσσών σε νεαρή ηλικία όχι μόνο διευρύνει το μυαλό των παιδιών, αλλά και τα απαλλάσσει από τον φόβο που τους προκαλούν οι ξένες γλώσσες και οι δυσκολίες που συνδέονται με την εκμάθησή τους. Ακόμη και στην περίπτωση που τα παιδιά δεν συνεχίσουν να μαθαίνουν την ίδια γλώσσα αργότερα στο σχολείο, οι προσπάθειες που καταβάλλουν όταν αρχίζουν να μαθαίνουν γλώσσες σε προσχολική ηλικία θα τους είναι για πάντα χρήσιμες.
3 Βελτιώνει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σε νεαρή ηλικία τις γνωσιακές ικανότητες των παιδιών;
Μια διαφορετική γλώσσα είναι πρόκληση. Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι η εκμάθηση γλωσσών σε νεαρή ηλικία βελτιώνει ακόμα και τις μη λεκτικές γνωσιακές ικανότητες, όπως είναι τα μαθηματικά.
4 Ποια γλώσσα θα πρέπει να μαθαίνουν τα παιδιά;
Η διαδεδομένη διδασκαλία των Αγγλικών αποτελεί γενική εξέλιξη των εκπαιδευτικών συστημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η προώθηση όμως της διδασκαλίας και εκμάθησης άλλων γλωσσών εκτός των Αγγλικών, όπως οι γλώσσες των γειτονικών χωρών σε παραμεθόριες περιοχές, για παράδειγμα, μπορεί να προάγει την πολυγλωσσία.
5 Μπορεί η εκμάθηση γλωσσών σε νεαρή ηλικία να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ταυτότητα του παιδιού;
Μαθαίνοντας δύο γλώσσες και μαθαίνοντας να σκέφτονται σε δύο γλώσσες, τα παιδιά βιώνουν την πολλαπλότητα και παύουν να είναι δέσμια μιας μονολιθικής ταυτότητας. Η εκμάθηση γλωσσών σε νεαρή ηλικία πλάθει ανθρώπους που έχουν ρίζες όπως όλοι οι άλλοι, αλλά ταυτόχρονα ξέρουν ότι οι ρίζες τους δεν είναι οι μόνες και ότι κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ρίζες.
Νικολ. Τρίγκα
ntriga@pegasus.gr

Aλλαγές στην παιδεία Περισσότερο σχολείο, λιγότερη ύλη

Οι αλλαγές που προωθεί το υπουργείο Παιδείας για δημοτικά και γυμνάσια. Μελέτη στην τάξη με «ωράριο» ως τις 4

ΜΑΡΝΥ ΠΑΠΑΜΑΤΘΑΙΟΥ | Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark Προσθήκη στο Twitter
Επέκταση του υποχρεωτικού ωραρίου ως τις 3 το μεσημέρι στα δημοτικά και ως τις 4 στο γυμνάσιο σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας. Τι θα γίνεται τις επιπλέον αυτές ώρες στα δημόσια σχολεία; Αυτό για το οποίο πληρώνουν σήμερα πολλές οικογένειες τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία της χώρας: Μελέτη! Τα παιδιά θα διαβάζουν στο σχολείο το μάθημά τους για την επόμενη ημέρα και θα γυρίζουν στο σπίτι «ελεύθερα δραστηριοτήτων» για να ξεκουραστούν ή να διασκεδάσουν. Οπως αναφέρουν οι πληροφορίες του «Βήματος», το δίπτυχο των αλλαγών που σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας είναι το εξής: διπλές ώρες διδασκαλίας στα βασικά μαθήματα υποδομής (Νέα και Αρχαία Ελληνικά, ξένη γλώσσα, Μαθηματικά, Φυσικές επιστήμες, Θρησκευτικά, Κοινωνικές επιστήμες- Ιστορία) και πολύ λιγότερη ύλη. Ενα πρώτο βήμα έγινε εφέτος με τη μείωση της ύλης στα σχολεία, ενώ θα επεκταθεί την επόμενη χρονιά με περαιτέρω μείωσή της.

Εναλλακτική διδασκαλία
«Στόχος είναι να σταματήσει το άγχος του δασκάλου να φτάσει στη σελίδα 20 βιβλίου,που πρέπει να τη διδάξει σε συγκεκριμένη ημερομηνία» λέει μιλώντας στο «Βήμα» στέλεχος του υπουργείου Παιδείας. «Πριν γυρίσει η σελίδα του βιβλίου θα πρέπει να έχουν μάθει όλοι οι μαθητές τις βασικές έννοιες κάθε μαθήματος. Για παράδειγμα,αν κάποιος δεν έχει καταλάβει την έννοια της πρόσθεσης στην αριθμητική, δεν θα προχωράει ο δάσκαλος σε επόμενο κεφάλαιο, απλά γιατί βιάζεται να τελειώσει το κεφάλαιο» καταλήγει χαρακτηριστικά.

Ταυτόχρονα όμως οι μαθητές θα κληθούν στο μέλλον να... αυτοαξιολογούνται, να διορθώνουν μόνοι τα γραπτά τους και να αναζητούν την λύση σε εκείνα τα κεφάλαια που τους δυσκόλεψαν. Τρίτη καινοτομία των επικείμενων αλλαγών θα είναι το ότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές θα αποκτήσουν πλήρη ελευθερία στην αναζήτηση πρακτικών και νέων μεθόδων στην διδασκαλία των μαθημάτων τους (όπως π.χ. η διοργάνωση μιας θεατρικής παράστασης για το μάθημα των Αρχαίων ή της Ιστορίας ή μιας εκδρομής σχετικής με τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος). Θα μπορούν ακόμη και να δημιουργούν εκπαιδευτικό υλικό και σχέδια εργασίας.

Τα νέα προγράμματα σπουδών
Οπως λέει μάλιστα ο πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Κλήμης Ναυρίδης μιλώντας στο «Βήμα», δέσμευσή του είναι να παραδώσει τα νέα προγράμματα σπουδών για την υποχρεωτική εκπαίδευση τον Ιούνιο του 2011, ώστε τον Σεπτέμβριο να δοκιμαστούν πιλοτικά σε έναν αριθμό 160 σχολείων (νηπιαγωγεία, δημοτικά και γυμνάσια) και το 2012 να γενικευθούν. Τα προγράμματα σπουδών είναι βέβαια συναρτημένα με τις διδακτικές πρακτικές που τα υποστηρίζουν και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ώστε να μπορούν να τα εφαρμόσουν, αναφέρει ο κ. Ναυρίδης.

Μεγάλο βάρος δίνεται αυτή τη στιγμή, με τη βοήθεια και ξένων επιστημόνων, στο πώς θα οργανωθεί ο σχολικός χρόνος κατά τέτοιον τρόπο ώστε τα παιδιά να αυτενεργούν και να αναζητούν μόνα τους πηγές για τις εργασίες και τα μαθήματά τους. Οι νέες τεχνολογίες θα παίξουν «πρωταγωνιστικό» ρόλο στη νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα και όλα τα μαθήματα θα διδάσκονται μέσα από αυτές. Το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα των δημοτικών και των γυμνασίων της χώρας επεξεργάζονται αυτές τις ημέρες ομάδες εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Ο κ. Ναυρίδης εξηγεί το νέο πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων και αναφέρει ότι:

* Στο δημοτικό σχολείο θα υπάρξουν «ομάδες» μαθημάτων. Το πρόγραμμα σπουδών στην υποχρεωτική εκπαίδευση θα έχει μια συνέχεια από τάξη σε τάξη, ως σύνολο όπου τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα διατηρούν την αυτοτέλειά τους αλλά συνδέονται μεταξύ τους.

* Το πρόγραμμα στα σχολεία θα είναι «ενιαίο» και δεν θα έχει ζώνες πολιτισμού ή αθλητισμού εκτός υποχρεωτικού προγράμματος. Στο ωρολόγιο πρόγραμμά του θα ενταχθούν μέσα στη διδασκαλία των βασικών μαθημάτων ο πολιτισμός, το περιβάλλον και οι νέες τεχνολογίες.

* Θα ενταχθούν στο πρόγραμμα των σχολείων δραστηριότητες που θα αφορούν τη σχολική ζωή και θα στοχεύουν στην καλλιέργεια της προσωπικότητας του μαθητή (γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική), της συλλογικότητας και της συνύπαρξης. Λάιλα Μακίνεν
«Στη Φινλανδία έχουμε απορρίψει τις εξετάσεις»

Η Λάιλα Μακίνεν (αριστερά), διευθύνουσα σύμβουλος του εκπαιδευτικού οργανισμού Μentorit και υπεύθυνη για τη διδασκαλία, τη συμβουλευτική και την έρευνα στο πεδίο της Διά Βίου Μάθησης στη Φινλανδία, με την υπουργό Αννα Διαμαντοπούλου και την πρώην ειδική γραμματέα του υπουργείου Παιδείας Θάλεια Δραγώνα
Βοήθεια από τη Φινλανδία,η οποία εφαρμόζει το πιο δημοφιλές σε παγκόσμιο επίπεδο εκπαιδευτικό πρόγραμμα,θα έχει το υπουργείο Παιδείας στον σχεδιασμό των νέων αναλυτικών προγραμμάτων σε δημοτικά και γυμνάσια.Η κυρία Λάιλα Μακίνεν, διευθύνουσα σύμβουλος του εκπαιδευτικού οργανισμού Μentorit και υπεύθυνη για τη διδασκαλία,τη συμβουλευτική και την έρευνα στο πεδίο της Διά Βίου Μάθησης στη Φινλανδία, επισκέφθηκε ήδη τη χώρα μας και ανέλαβε τον ρόλο του συμβούλου στον σχεδιασμό των νέων προγραμμάτων.

«Στη Φινλανδία έχουμε περάσει σταδιακά από αυτή τη διαδικασία μεταρρύθμισης των σχολείων ήδη από το 1970»λέει η κυρία Μακίνεν μιλώντας στο «Βήμα».«Σήμερα η διαδικασία επανασχεδιασμού και εκσυγχρονισμού του προγράμματος σπουδών αποτελεί έναν φυσιολογικό “τρόπο” μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Βέβαιατα χρόνια που πέρασαν, η δημιουργία μιας ανοιχτής διαδικασίας σχεδιασμού και λήψης των αποφάσεων, η οποία εμπλέκει όλους τους ενδιαφερόμενους εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς φορείς, μεταξύ αυτών και τους μαθητές,υπήρξε μία από τις μεγάλες προκλήσεις» συνεχίζει η κυρία Μακίνεν.

Στο ερώτημα ποια είναι τα προβλήματα που «είδε» σε πρώτη φάση στα σχολεία της χώρας μας η κυρία Μακίνεν δεν απαντάει αμέσως.«Το θέμα που χρήζει άμεσης αλλαγής και έχει κεντρικό ρόλο στα νέα προγράμματα σπουδών δεν εστιάζει σε κανένα μάθημα,αλλά στον ρόλο του μαθητή και του εκπαιδευτικού» δηλώνει τελικά.«Το πρώτο βήμα για βασική παιδαγωγική αλλαγή είναι να βοηθήσεις τους μαθητές να γίνουν ενεργοί συμμέτοχοι στη διαδικασία της δικής τους μάθησης και να βοηθήσεις τους εκπαιδευτικούς από τη μεριά τους να γίνουν σύμβουλοι και οδηγοί στη διαδικασία αυτή»συνεχίζει.«Δεν είναι δυνατόν να βγάλουμε συμπεράσματα για την επιτυχία ή αποτυχία των εκπαιδευτικών λύσεων όταν στεκόμαστε έξω από αυτές»απαντάει αφού ξανασκέφτεται την ερώτηση. «Τα όποια αρνητικά ή θετικά σημεία αξιολογούνται ήδη από τους ίδιους τους Ελληνες,οι οποίοι στη συνέχεια με βάση τα συμπεράσματα θα αποφασίσουν ποια κατεύθυνση θα πάρουν.Η παρακολούθηση αυτή θα πρέπει να συνδέεται με τους στόχους που έχουν τεθεί για το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης,καθώς και το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο,όπως,δηλαδή,κάνουμε όλοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση».

Τι λέει η κυρία Μακίνεν όμως για τις εξετάσεις;«Στη Φινλανδία έχουμε πια απορρίψει τις εξετάσεις,τα συνεχή τεστ και τις διαδικασίες ελέγχου στηριζόμενοι στις νέες θεωρίες μάθησης με βάση τις οποίες οι μαθητές πρέπει να καθοδηγούνται έτσι ώστε να συμμετέχουν στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των δικών τους διαδικασιών μάθησης, καθώς επίσης να τους παρέχεται συμβουλευτική στο πώς να αξιολογούν οι ίδιοι την πρόοδό τους (αυτοαξιολόγηση)» αναφέρει.«Φυσικά ο εκπαιδευτικός είναι εκεί για να παρακολουθεί και να αξιολογεί με διάφορους τρόπους την επίδοση των μαθητών,αλλά όχι ως ο μοναδικός εξωτερικός αξιολογητής.Η ίδια αρχή ισχύει και για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.Οι ίδιοι αξιολογούν τους εαυτούς τους με βάση το πρόγραμμα εργασίας που κάνουν για το σχολείο τους κάθε χρόνο και με βάση τις συζητήσεις που έχουν για αυτό το ζήτημα με τους διευθυντές τους»καταλήγει.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=365463&dt=07/11/2010#ixzz14yZA6fbF

6 Νοεμβρίου 2010

H μεγαλύτερη ελληνική λέξη!

ποτελείται από 170 γράμματα!
Η μεγαλύτερη ελληνική λέξη περιέχεται στις Εκκλησιάζουσες του  Αριστοφάνη και αποτελεί μία ολόκληρη μαγειρική συνταγή!

δριμυποτριμματοσιλφιοπαρομελιτοκατακε-
χυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγκλοπελειολα-
γωοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών

Ανθούλα Δανιήλ: Η γλώσσα μας

Προφορικός (και γραπτός) λόγος
Η γλώσσα είναι αξία
Η γλώσσα είναι αξία, είναι το μέσον για την μελέτη της ανθρώπινης φύσης και επιπλέον είναι, κατά την άποψη του Noam Tchomsky, «καίριος παράγοντας για τη νόηση, τις πράξεις και τις κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου» . Κατά την άποψη του Οδυσσέα Ελύτη «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα …ένα ορισμένο ήθος…και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις» .
Η γλώσσα μέσον μετάδοσης πληροφοριών
Με φόντο τις ανωτέρω απόψεις επιφανών ερχόμαστε σ’ αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως σ’ αυτή τη συνάντηση. Πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα- αξία, η οποία στην καθημερινή ζωή προβάλλεται κυρίως με την πρακτική και μόνο διάστασή της, ως μέσον επικοινωνίας και ειδικότερα μέσον μετάδοσης πληροφοριών. Κι εδώ είναι που η μία παράμετρός της (η επικοινωνία) καταργεί ή εκβαρβαρίζει την άλλη (την μαγεία).
Λειτουργίες
Η γλώσσα ως μέσο συνεννόησης επιτελεί μια λειτουργία μεγάλης σημασίας που την εξισώνει με αξίες, όπως είναι η ελευθερία, η δημοκρατία, η μόρφωση, η ίδια η ζωή. Ας θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό που διακήρυττε το γνωστό «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα » και το σχεδόν ταυτόσημο του Ελύτη, «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» .
Μέρος αυτής της ζωής είναι η πληροφορία, η οποία, από το γεγονός στον πομπό της είδησης και από τον πομπό στον δέκτη ή αποδέκτη έχει υποστεί μια διεργασία που αφήνει πίσω της πολύ την αντικειμενικότητα, ενδίδει στην υποκειμενικότητα, υποχωρεί στη λογοκρισία, ναρκισσεύεται
με την θεατρικότητα. Και θα φανεί ευθύς αμέσως τι εννοώ.
Τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα μπορεί να είναι εργαστήρια πρότυπου λόγου και να επηρεάσουν το γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών μιας γλώσσας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις όμως ο λόγος των περισσότερων δημοσιογράφων αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν.
Στην εποχή μας η τηλεθέαση ή τα φύλλα που θα πουλήσει μια εφημερίδα αποτελούν την είδηση και όχι η είδηση καθ’ εαυτή. Έτσι η πληθώρα των τηλεοπτικών καναλιών, ραδιοφωνικών σταθμών και εντύπων προβάλλουν τη μετάδοση της πληροφορίας, συχνά μέσα από έναν δραματικό αγώνα για την πρωτιά της τηλεθέασης. Κι εδώ είναι που επιστρατεύεται η γλώσσα, μεταμφιέζεται για να υπηρετήσει, κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα του καναλιού και κατά δεύτερο λόγο την επιτυχία, της κάθε εκπομπής.
Η μετάδοση της γραπτής πληροφορίας, κατ’ ανάγκην, ελέγχεται εν πρώτοις γραμματικά και ορθογραφικά και, ευτυχώς διαβάζουμε χωρίς την εξεζητημένη εκφορά ή το επίπλαστο ύφος, του εκφωνούντος. Έτσι είναι αδύνατον ένα κείμενο να δοθεί τουλάχιστον ανορθόγραφο στη δημοσιότητα. Και επειδή είναι γνωστό ότι η γλώσσα καλύπτει και αποκαλύπτει, ο προφορικός λόγος καλύπτει πολλών ειδών αδυναμίες που αποκαλύπτει ο γραπτός. Ο προφορικός όμως αποκαλύπτει άλλες ουσιωδέστερες.
Aνάλογα με την περίσταση
Όπως είναι φυσικό κάθε εκπομπή, ανάλογα με το στόχο της και τον σκοπό της, ανάλογα με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία, ποιος μιλάει / σε ποιον απευθύνεται / ποιος ακούει/ ποιο είναι το θέμα του, έχει και τον δικό της γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας Ο εκφερόμενος λόγος (επιστημονικός, δημοσιογραφικός, καλλιτεχνικός, διαφημιστικός κλπ.) διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Έτσι, με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες ανήκουν κυρίως τα κρατικά κανάλια, οι ειδήσεις προβάλλονται ως θέαμα, με έμφαση στο σκανδαλώδες, στην ερεθιστική λεπτομέρεια, στην εξαντλητική αναφορά σε περιττές «καταναλωτικές» λεπτομέρειες, όπου μπορεί τα ορθογραφικά λάθη να μη φαίνονται υπάρχουν όμως «μαργαριτάρια» που δεν παραμένουν «κρυμμένα στο βυθό» της άγνοιας, αλλά επιπλέουν. Μερικά από αυτά είναι το απαράδεκτο «διαρρέουν την είδηση» (όπου το αμετάβατο ρήμα έγινε μεταβατικό και απέκτησε αντικείμενο), και δυστυχέστατα έχει γίνει πλέον κανόνας. Όλοι σχεδόν οι δημοσιογράφοι, καθημερινά «διαρρέουν την είδηση». Άλλο «των υπαρχόντων προβλέψεων», «των αναληφθέντων πρωτοβουλιών» (όπου έγινε συμφυρμός του αρσενικού τύπου της μετοχής με το θηλυκό, προσδιοριζόμενο, ουσιαστικό). Επίσης «ρώτησα πληροφορίες» αντί «ζήτησα» («ζητώ και παίρνω πληροφορίες», λέει ο κανόνας).
Στα λάθη που ενοχλούν είναι αυτά που γίνονται με τα επιρρήματα. Με στόχο την απλοποίηση όλα τα επιρρήματα λήγουν σε –α. Ωστόσο θεωρώ λάθος να λέμε «πιθανά» ή «ενδεχόμενα», όπως λέμε «καλά» κλπ. Όπως δεν λέμε «σαφά», «ακριβά», «ευτυχά», «διεθνά», αλλά λέμε «σαφώς», «ακριβώς», «ευτυχώς», «διεθνώς», έτσι πρέπει να λέμε και «πιθανώς», «ενδεχομένως», κλπ. πολλές φορές άλλωστε προκαλείται σύγχυση, όταν χρησιμοποιούμε το επίρρημα «απλώς» ως «απλά», «αμέσως» ως «άμεσα», «αδιακρίτως» ως «αδιάκριτα» κλπ. Θα έλεγα ότι κακόηχη καταλήγει να είναι η εκφορά της λέξης «ά-δει-α» –με τρεις συλλαβές- όταν ακούγεται δισύλλαβη, οπότε η «ά-δεια διακοπών» όπου η «άδεια» ακούγεται σαν κενή περιεχομένου. Να πούμε επίσης ότι εκείνο το π.Χ. (προ Χριστού) διαφοροποιείται από το μ.Χ. (μετά Χριστόν) αφού και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος μας είναι ο χρόνος πριν ή μετά τον Χριστό. Ωστόσο συχνά ακούμε το μ.Χ ως «μετά Χριστού», ως εάν ο στόχος μας είναι να δείξουμε συνοδεία.
Στα «μαργαριτάρια» θα πρέπει να κατατάξουμε το κακόηχο παρεπόμενο της τηλεοπτικής μόδας που απαιτεί την κατάργηση της γενικής των θηλυκών ονομάτων. Έτσι συχνά θα ακούσουμε: «της Μαρία .. .», «της Ελένη…» κλπ., όπως συχνά η γενική του θηλυκού επωνύμου ακούγεται ως ονομαστική αρσενικού: «της Βουγιουκλάκης». Ο νέος πια κανόνας της κατάργησης της γενικής συμπαρέσυρε χώρες και πόλεις. Έτσι συχνά θα ακούσουμε: της Ουραγουάη, αλλά όχι της Αγγλία, της Γουατεμάλα, αλλά όχι της Γαλλία κ.λ.π. Βεβαίως με αυτή την επιλεκτική χρήση της γενικής καταργούμε τον ελληνικό κανόνα που, τουλάχιστον τον καιρό που σπουδάζαμε, ίσχυε και δίδασκε ότι κάθε λέξη που εντάσσεται στο ελληνικό κλητικό σύστημα κλίνεται σαν ελληνική. Μπορεί να είναι ξένη λέξη το «πιάνο» κλίνεται όμως κανονικά: το πιάνο, του πιάνου, τα πιάνα. Πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για το φλάουτο και το κονσέρτο. Όμως συχνά από το Τρίτο Πρόγραμμα στο Ραδιόφωνο ακούμε την εξεζητημένη ανακοίνωση που αφορά το τάδε μουσικό κομμάτι για «δύο flauti», «δύο κονσέρτι», ενώ δεν ακούμε ποτέ «δύο πιάνι», αλλά δύο πιάνα. Εκζήτηση θεωρώ και την εκφορά των ξένων ονομάτων όπως: «Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ» (Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ), ενώ δεν ακούγεται ποτέ ο Ιωάννης Στράους, αλλά ο Γιόχαν Στράους. Δηλαδή ο ένας «Γιόχαν» εξελληνίζεται ο άλλος όχι, πράγμα που καθιστά ενοχλητικό τον ειδικό παρουσιαστή με την ανεπίτρεπτη γλωσσική του εκζήτηση.
Ξένες λέξεις που δεν εμπίπτουν στο ελληνικό κλητικό σύστημα προφέρονται, όπως είναι, άκλιτες. Ωστόσο συχνά ακούμε για το «τανκ» που μπήκε στο Πολυτεχνείο, αντί τανξ, για τα «ρεσιτάλς», για τα «κοκτέιλς». Όσο για το «σορτ», αντί «σόρτς», θα λέγαμε ότι διαφεύγει του αγγλομαθούς εκφωνητή ότι η συγκεκριμένη λέξη απαντά μόνο στον πληθυντικό αριθμό επειδή το «σορτς» έχει δύο σκέλη, όπως και το παντελόνι, «τράουζερς» και το ψαλίδι «σίζορς». Κακόηχη επίσης ακούγεται, στο Μέγαρο Μουσικής ή στη Λυρική, η ιαχή «bravi» που συνοδεύει το χειροκρότημα και η οποία είναι φορτισμένη με αρνητικό νόημα, αντί της αποδεκτής διεθνώς «bravo».
Σε ξενομανία θα αποδίδαμε επομένως την ξενόγλωσση εκφορά μιας λέξης ή τη χρήση μιας ξένης λέξης μέσα στο ελληνικό συγκείμενο, έτσι για να δείξουμε εξευρωπαϊσμένοι ή καλύτερα εξαμερικανισμένοι. Το παράδειγμα «πάμε clubing». Συνηθίσαμε πια το «μπητς» και το «σούπερ μάρκετ» αντί της παραλίας και της υπεραγοράς. Βεβαίως δεν μας ξενίζουν καθόλου τα κανάλια μας που όλα έχουν ξενόγλωσσους τίτλους: chanel, star, sky, alter, mad. Κάτι όμως που επίσης δημιουργεί εντύπωση είναι ότι οι δημοσιογράφοι μας κατάφεραν να εξοβελίσουν τις ωραίες ελληνικές λέξεις «καλημέρα», «καλησπέρα», «καληνύχτα», «χαίρετε», «γειά σας», προτιμώντας αντ’ αυτών το «καλό πρωινό» (μήπως εννοούν το μπρέκφαστ;), «καλό μεσημέρι», «καλό απόγευμα», «καλό βράδυ», «τα λέμε». Στις 12, 5΄ τη νύχτα λέμε «καλημέρα». Μας διαφεύγει ότι πρέπει να φύγει η νύχτα και να ανατείλει η νέα μέρα για να πούμε «καλημέρα». Και η νύχτα εν πάση περιπτώσει, πότε είναι;
Τρόπος εκφοράς –παραγλωσσικά στοιχεία
Μια άλλη ενοχλητική, στο ακουστικό αίσθημα, προφορά αφορά τις ξένες λέξεις, που ούτως ή άλλως, έχουμε εντάξει στο λεξιλόγιό μας. Το πολιτογραφημένο πια στην ελληνική «φλας» ακούγεται (από τον αγαπητό μας, κατά τα άλλα, Αλέξη Κωστάλα «φλαsh». Κοροϊδεύοντας ο Ταχτσής κάτι ανάλογο πρόφερε το αγγλικό ξενοδοχείο Κάβεντιsh, ενώ ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημα «ίσως» προφέρει «σhήμερις»). Kατά τον ίδιο τρόπο ακούμε από νεοφώτιστους αγγλομαθείς το «ζζαμμπόν» με μια περίεργη έμφαση στο «ζ» και στο «μ», που δεν μεταγράφεται στην ελληνική. Παλιότερα που η γαλλική γλώσσα ήταν περισσότερο της μόδας ακούγαμε τη διαφήμιση «Astor μπλου, Astor κόκκινη». Σήμερα το «μπλου» έχει πάρει πλέον την ελληνική υπηκοότητα και έγινε «μπλε». Υπάρχει όμως το «μπεζζζ» με έμφαση στο «ζ» για να επιδειχθεί η γλωσσομάθεια.
Ο Ελύτης, ο Σεφέρης και πολλοί άλλοι, κάνουν λόγο στα γραπτά τους για τον γάλλο ποιητή Ρεμπώ. Πολλοί Νεοέλληνες όμως επιμένουν στον «Ραμμπώ».
Η βαρβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η γλώσσα αφορά και μια άλλη πλευρά της ενημέρωσης. Δημοσιογράφοι- παρουσιαστές- ρεπόρτερς, ευτυχώς όχι όλοι, φορτίζουν την ατμόσφαιρα με τον τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων προσπαθώντας να δείξουν σοβαρότερη τη δική τους εκδοχή της είδησης. Έτσι συχνά νεαρές δημοσιογράφοι, με ένα μικρόφωνο στο χέρι περιδιαβάζουν, και χωρίς καμία αίσθηση της σημασίας εκείνου που μεταδίδουν, απαγγέλλουν το «ποίημά» τους ή «αφηγούνται» μελοδραματικά το «μυθιστόρημα» της είδησης. Δίνουν θεατρικούς τόνους στη φωνή τους, αφύσικους και εντελώς ενοχλητικούς υποβιβάζοντας, προσβάλλοντας, και αηδιάζοντας τον τηλεθεατή.
Η είδηση και το σχόλιο
Άλλες φορές παθιάζονται τόσο, ώστε ο τηλεθεατής να νομίζει πως ο αναμεταδότης θα πάθει έμφραγμα. Λείπει δηλαδή, από τον τρόπο μετάδοσης της είδησης, η διακριτική απόσταση από το γεγονός. Εσκεμμένως άλλωστε η είδηση διαπλέκει το γεγονός με το σχόλιο, το χρωματίζει με πληθώρα επιθέτων, υποβάλλει την προσωπική άποψη ως αντικειμενική, και γενικά λειτουργεί έτσι, ώστε να χάνεται το μέτρο και το σοβαρό να μην διαφοροποιείται από το σοβαρότερο.
Σε διαπλοκή είδησης και σχολίου, με στόχο την απόπειρα αποπροσανατολισμού, θα αποδίδαμε την μετάδοση της εικόνας των γεγονότων που προκάλεσαν ορισμένοι νεαροί, στην αντιπολεμική πορεία στην Αθήνα, την οποία μετέδιδαν τα κρατικά, ενώ τα ιδιωτικά μετέδιδαν κανονικά το πρόγραμμά τους και το διέκοψαν μόνο για μεταδώσουν τα επεισόδια. Το ίδιο συμβαίνει συχνά και στην επέτειο του Πολυτεχνείου.
Η εξαντλητική παρουσίαση ενός τροχαίου, η εμμονή σε επαναλαμβανόμενα «δραματικά» πλάνα είναι τα μέσα παραπλάνησης για το τι είναι τελικά είδηση.
Η γλώσσα και το ύφος
Η αντινομία βεβαίως είναι μέσα στη φύση των ανθρωπίνων, με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα να διαπλέκεται με την υποκειμενικότητα, η κοινωνικότητα με την ατομικότητα. Η γλώσσα δηλαδή είναι το όργανο της κοινότητας, αλλά και προσωπική κατάκτηση του καθενός. Υπάρχει η κοινή γλώσσα – η δημόσια γλώσσα- αλλά υπάρχει και η ιδιωτική. Ανάλογα με την παιδεία του καθένας διαμορφώνει το γλωσσικό του όργανο. Με τη δημόσια επικοινωνεί με τους άλλους με την ιδιωτική εκφράζεται προσωπικά, και στην προκειμένη περίπτωση προσωπικά εννοώ τον ιδιωτικό χώρο του καθενός. Στην τηλεόραση όμως φαίνεται συχνά ότι καταργείται η απόσταση και η ιδιωτική γλώσσα προβάλλεται ως δημόσια. Να επισημάνουμε πως στην τηλεόραση τίποτε δεν απαγορεύεται. Τίποτε δεν είναι «ακατάλληλο». Αντίθετα όλα είναι κατάλληλα με την ένδειξη «κατάλληλο» για ορισμένες ηλικίες με «επιθυμητή» ή «απαραίτητη» «τη γονική συναίνεση». Τα μέσα μπορούν να λένε και να δείχνουν ό,τιδήποτε. Η ευθύνη δική μας.
Αν κάνουμε τον κόπο να παρακολουθήσουμε μια αθλητική εκπομπή τότε θα διαπιστώσουμε την ποιότητα του λόγου των ομιλούντων. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, πέρα από αυτές όλα τα φαινόμενα βίας, ο φανατισμός και ο χουλιγκανισμός προπαγανδίζονται έντεχνα.
Το παιχνίδι είναι καλά στημένο και ο τηλεθεατής είναι «ντοπαρισμένος», ανά πάσα στιγμή ελεγχόμενος ή επιρρεπής στην πρόκληση.
Μη καταναλώσιμες εκπομπές
Κι επειδή τα ντοκιμαντέρ δεν είναι «καταναλώσιμα» τηλεοπτικά είδη προβάλλονται μόνο από τα κρατικά κανάλια. Τα ιδιωτικά δεν θυσιάζουν ώρες για τέτοια θεάματα. Αντιθέτως δίνεται έμφαση σε πρόσωπα που μπορούν να «πουλήσουν», και αν, κατά τύχη, εκφέρουν λόγο αποκλίνοντα από την κοινή γλώσσα, τότε έχουν επιτυχία. Εκπομπές του τύπου «ενώπιος ενωπίω», «τετ α τετ», «με τα μάτια» της τάδε φιλοξενούν αδιακρίτως πρόσωπα της πολιτικής ή της τέχνης. Η φιλοξενία μπορεί να αποβλέπει απλώς στην θεαματικότητα, οπότε τα κριτήρια είναι ύποπτα (π.χ. η Έλλη Στάη καλεί τον Πάγκαλο και στην επόμενη εκπομπή την Άντζελα Δημητρίου… με παρεπόμενο τα ανέκδοτα για το τι και πώς είπε, ό, τι είπε).
Η προβολή σκανδαλοθηρικών ρεπορτάζ (π.χ. η οδοντίατρος, που συμπεριφέρεται σαν «μοντέλο» ή κάτι άλλο, είναι συχνά προσκεκλημένη ορισμένων καναλιών, όπου τίποτα από ό,τι λέει δεν «λογοκρίνεται», έτσι ώστε να αφήνονται πολλά υπονοούμενα εναντίον προσώπων του χώρου που εκείνη κινείται).
Το βίνετο κλιπ είναι κατά κανόνα μια μικρή κινηματογραφική ταινία με έντονη την ερωτική πρόκληση.
Τα κινηματογραφικά έργα σπανίως είναι ποιοτικά, συνήθως ανήκουν σε πακέτα αμερικάνικης υποκουλτούρας. Αστυνομικά (σειρήνες κυνηγητά), θρίλερ (άγρια εγκλήματα), λόγος βάρβαρος, υποβαθμισμένος, περιθωριακός.
Το σεξ στη νυχτερινή ζώνη είναι κανόνας. Εδώ δεν κακοποιείται η γλώσσα, διότι ο στόχος είναι η διέγερση των ηδονοβλεπτικών τάσεων του τηλεθεατή.
Οι συζητήσεις – τα τραπέζια- είναι τόσες πολλές, ώστε ο τηλεθεατής να μην έχει άλλη επιλογή από το να κλείσει την τηλεόραση, αν δεν επιθυμεί να παρακολουθήσει τη συζήτηση.
Πλήρως υποβαθμισμένος είναι ο λόγος βεβαίως στα κανάλια των μαντισσών, των διαφημίσεων επίπλων, χαλιών, κοσμημάτων, κατσαρολικών, κουβερτών, όπου άνθρωποι, με τη δυνατότητα να πληρώνουν τον τηλεοπτικό χρόνο, καθόλα αντιτηλεοπτικοί έχουν και αυτοί «δικαίωμα» στην βάρβαρη χρησιμοποίηση του λόγου, «Τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι» για να θυμηθούμε τον Καβάφη.
Και τελειώνοντας θα λέγαμε ότι κανείς πια δεν έχει «κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του» μήπως μιλήσει «με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά», όπως εκείνος ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη, εφόσον ο βαρβαρισμός, όσο δεινός κι αν είναι, θεωρείται πλέον μόδα.

Το νησί - υπόθεση, κριτική κ.α.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ 2 SITES

"Είμαι γενικά πολύ επιφυλακτική με όσα βιβλία...αυτοδιαφημίζονται. Οι δυο πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Victoria Hislop "Το νησί"Διόπτρα, 2007), είναι γεμάτες από το τι "έγραψαν...είπαν" διάφοροι, γνωστοί και άγνωστοι, για το βιβλίο. Γιατί με προκαταλαμβάνει; Γιατί δεν με αφήνει να κρίνω μόνη μου; Κι έπειτα, αυτό το "15η έκδοση" στο εξώφυλλο τι σημαίνει; Πότε έγινε η πρώτη έκδοση; Στο εσώφυλλο δεν βλέπω άλλη χρονολογία από το 2007. Μπορούμε να μιλάμε για καινούριες εκδόσεις, όταν πρόκειται απλώς για ανατυπώσεις; Και πόσα αντίτυπα εκδίδονταν σε κάθε έκδοση; Πουθενά δεν το λέει.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτά τα εμπορικά τεχνάσματα δεν έχουν σημασία, αν το ίδιο το βιβλίο αξίζει. Μήπως όμως ακριβώς αυτά τα διαφημιστικά ευρήματα φανερώνουν μια φοβία των εκδοτών και μια προσπάθεια προσέλκυσης αναγνωστών με τεχνητά μέσα;
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που βρήκα στο βιβλίο της Hislop (που σημειωτέον απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2007) είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στα ανατολικά της Κρήτης, καθώς και οι γνώσεις γύρω από την ίδια την αρρώστια και οι προσπάθειες για τη θεραπεία της. Η συγγραφέας θα πρέπει να έχει μελετήσει πολύ το θέμα της λέπρας, να έχει επισκεφθεί την Κρήτη και πολύ να την έχει αγαπήσει.
Η υπόθεση με λίγα λόγια είναι η εξής: Μια νεαρή κοπέλα, η Αλέξις, στην πρσπάθειά της να ανακαλύψει τις ρίζες της, την ιστορία του παρελθόντος της Ελληνίδας μητέρας της, που με σχολαστική μυστικοπάθεια εκείνη απέκρυβε, ξεκινά από το Λονδίνο για την Κρήτη.

Εκεί, σε μια μακροσκελέστατη αφήγηση (σχεδόν όλο το βιβλίο) μιας παλιάς γνωστής της μητέρας της, θα μάθει όλο το παρελθόν, μια δραματική ιστορία που ξεκίνησε το 1939 και τελειώνει το 2001.
Ενώ όμως η συγγραφέας είχε στα χέρια της ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα, δεν κατάφερε, πέρα από το πληροφοριακό στοιχείο, να το αξιοποιήσει και λογοτεχνικά. Βρίσκω ότι το βιβλίο αυτό μεγαλύτερο ενδιαφέρον μπορεί να δημιουργήσει στους ξένους αναγνώστες παρά στους Έλληνες. Είναι εμφανής η προσπάθειά της να περιγράψει τη ζωή στην Κρήτη. Για παράδειγμα, η αναφορά στα πιατάκια με τους μεζέδες, η περιγραφή της νύχτας της Ανάστασης, ενός γλεντιού ή του χορού σε πανηγύρι, του γάμου, του τρύγου ή του μαζέματος των ελιών, μπορεί να δημιουργούν μια εξωτική ατμόσφαιρα για τους μη Έλληνες αναγνώστες, όχι όμως και για μας που όλα αυτά αποτελούν καθημερινές και αυτονόητες συνήθειες.
Έπειτα, στην όλη ιστορία λείπει η ένταση και το πάθος, λείπει το βάθος και η συγκίνηση. Είναι μια "φλατ" αφήγηση, θα έλεγα, που εξελίσσεται στο ίδιο ύφος, είτε μας περιγράφει εξωτερικά ένα τοπίο είτε τη συγκλονιστική στιγμή που μια νέα, όμορφη, αρραβωνιασμένη κοπέλα ανακαλύπτει στο σώμα της τα πρώτα σημάδια της λέπρας.
Ασφαλώς, για να τελειώσω το 500 σελίδων μυθιστόρημα (με αρκετό κόπο, ομολογώ) κάποιο ενδιαφέρον βρήκα σ' αυτό. Όχι όμως τόσο όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσδώσει στο θέμα της η συγγραφέας."

πηγή:anagnostria.blogspot.com
"Ο έλληνας αναγνώστης της Βικτόρια Χίσλοπ έχει πρόβλημα. Με τους αφύσικους διαλόγους. Σταχυολογώ ορισμένες ατάκες, που αποδίδονται σε χωρικούς της Κρήτης, στην Κατοχή και λίγο αργότερα. Η ταβερνιάρισσα λέει για κάποια απιστία: «Κατά γενική ομολογία, το κτήμα βουίζει από τις εικασίες εδώ και εβδομάδες». Ο ψαράς στην κόρη του: «Αν όλοι αμφέβαλλαν για το ότι πρέπει να κάνουν πράγματα ο ένας για τον άλλον, ο κόσμος θα σταματούσε να γυρίζει». Η πάμπλουτη, λαϊκής καταγωγής συμπεθέρα: «Ολοι έχουμε συναίσθηση της ανισότητας αυτής της πιθανής ένωσης». Ετσι ομιλούσαν στην Κρήτη; Οι εκλεπτυσμένες στιχομυθίες μεταφρασμένες από τα αγγλικά μόνο ιλαρότητα μπορούν να προκαλέσουν. Εν τούτοις το βιβλίο έχει επιτυχία. Στα ελληνικά πούλησε 10.000 αντίτυπα σε 2 μήνες. Τίποτε δηλαδή μπροστά στην απήχηση στο αγγλόφωνο κοινό. Η πρωτοεμφανιζόμενη Βρετανή ξεπέρασε τις 850.000. Μεταφράστηκε σε 17 χώρες. Δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί το φαινόμενο. Το βιβλίο έχει υπόθεση, έχει ήρωες και δυο δυνατά θέματα: τον αποκλεισμό, όπως τον βιώνουν οι λεπροί, και τη διατήρηση των οικογενειακών μυστικών. Εκτυλίσσεται δε στο εξωτικό περιβάλλον της Μεσογείου.
Απόγονοι ασθενών
Το «νησί» του τίτλου είναι η Σπιναλόγκα, όπου από το 1903 ως το 1957 λειτουργούσε λεπροκομείο. Ως αφηγηματικό πρόσχημα χρησιμοποιείται μια απόγονη ασθενών, γεννημένη στην Αγγλία, η οποία σκαλίζει το παρελθόν της μητέρας της. Φτάνει στην Κρήτη για διακοπές με τον φίλο της και τον αφήνει για μερικές μέρες για να επισκεφτεί μόνη της την Πλάκα, το ψαροχώρι απέναντι από τη Σπιναλόγκα, τόπο καταγωγής της. Η Βικτόρια Χίσλοπ, όταν επισκέφτηκε το μέρος, το βρήκε τόσο φορτισμένο ώστε να τοποθετήσει εκεί το πρώτο βιβλίο της. Επισκέφτηκε την Κρήτη περί τις 30 φορές και πρόσφατα απέκτησε εκεί δικό της σπίτι. Εχει γνωρίσει πολλούς ντόπιους και μάλιστα εκφράζει την επιθυμία να μάθει τη γλώσσα. Είναι παράξενο που την προσήλκυσε με τέτοιο εμμονικό τρόπο η Ελλάδα, καθώς έχει περιδιαβεί τον πλανήτη γράφοντας ταξιδιωτικά άρθρα. Στο βιογραφικό της αναφέρει ότι συνεργάζεται με τις εφημερίδες Sunday Telegraph και Daily Telegraph καθώς και με το περιοδικό Woman & Home. Ο σύζυγός της είναι εκδότης της σατιρικής εφημερίδας Private Eye. Συμπτωματικά και στη Σπιναλόγκα οι έγκλειστοι εξέδιδαν το δικό τους σατιρικό έντυπο αλλά η Χίσλοπ το περνάει στην αφήγηση ως απλή εφημερίδα, για να μη θεωρηθεί έμμεση παραπομπή στον άντρα της.
Καθώς πρόκειται για μυθιστόρημα, υπάρχουν ελευθερίες. Το χωριό Πλάκα για παράδειγμα είχε εκκενωθεί στη διάρκεια της Κατοχής καθώς υπήρχε ο φόβος απόβασης των Αγγλων. Η περιοχή ήταν γεμάτη ναρκοπέδια και πολυβολεία. Στο βιβλίο υπάρχουν μεν γερμανοί στρατιώτες, που περιπολούν κάθε απόγευμα αλλά η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Κατά τα άλλα, είναι μάλλον πειστική η απεικόνιση ενός χωριού της εποχής. Τα επαγγέλματα, οι καθημερινές συνήθειες, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί, οι προσωπικές σχέσεις έχουν ρεαλιστική βάση. Κεντρική φιγούρα του βιβλίου ο βαρκάρης που μεταφέρει προμήθειες και ανθρώπους προς τη Σπιναλόγκα. Ο Γιώργης Πετράκης είναι άνθρωπος που υπομένει τη μοίρα σχεδόν αδιαμαρτύρητα: προσπαθεί σε κάθε περίσταση να τα βγάλει πέρα. Δέχεται το πρώτο χτύπημα της μοίρας όταν η γυναίκα του αρρωσταίνει και πηγαίνει υποχρεωτικά απέναντι, στο «νησί». Του αφήνει δυο ανήλικα κορίτσια να τα μεγαλώσει. Η ίδια είναι δασκάλα και φεύγει μαζί με έναν μαθητή της, ο οποίος ίσως να την κόλλησε, ίσως όχι. Αναλαμβάνει πάντως την ανατροφή του και λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή της στον οικισμό των χανσενικών αναλαμβάνει τη διδασκαλία των μικρών κατοίκων. Στη Σπιναλόγκα υπήρχαν τόσα παιδιά ώστε να λειτουργεί σχολείο. Στο νησί γίνονταν και γάμοι και μάλιστα υπήρξαν περιπτώσεις γέννησης υγιών παιδιών (το βακτήριο δεν προσβάλλει ηλικίες κάτω των 3 ετών). Το απέφευγαν πάντως γιατί ήταν υποχρεωμένοι να τα δώσουν για υιοθεσία.
Οργανωμένη κοινωνία
Στη Σπιναλόγκα λειτούργησε μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία ζωντανεύει με πολλές παραστάσεις στο μυθιστόρημα. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τη γη, υπήρχε υποτυπώδες εμπόριο, άνοιξε καφενείο, κουρείο και ασφαλώς νοσοκομείο, εκκλησία. Το νησί απέκτησε γεννήτρια και ηλεκτροδοτήθηκε προτού πάρει ρεύμα η απέναντι παραλία. Στο μυθιστόρημα μία από τις σημαντικές προσωπικότητες είναι ένας δικηγόρος από την Αθήνα, ο οποίος ενθάρρυνε τους χανσενικούς σε ένα είδος συνδικαλισμού που βελτίωσε κατά πολύ τις συνθήκες διαβίωσης. Τέτοια προσωπικότητα υπήρξε και στην πραγματικότητα ονομάζεται Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ήταν πράγματι δικηγόρος και υπήρξε ιδρυτής της Αδελφότητας Ασθενών Σπιναλόγκας. Αυτός και κάποιοι άλλοι που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην ιατρική έρευνα ενέπνευσαν τους συγκατοίκους του να κρατηθούν στη ζωή. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτυλίσσεται το κυρίως μέρος του βιβλίου (1939-1957) η ψυχολογία αλλάζει. Ανακαλύπτεται φάρμακο. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ανάρρωση των πρώτων ασθενών. Ανατροπή αντιλήψεων που πηγάζουν από τις Γραφές: οι λεπροί τελικά δεν είναι καταραμένοι. Η Χίσλοπ φέρεται με σεβασμό απέναντί τους - υπάρχουν επιζώντες που το επιβεβαιώνουν. Το βιβλίο αντί προμετωπίδας χρησιμοποιεί δήλωση του Εμμανουήλ Φουντουκάκη, ο οποίος έζησε όσα περιγράφονται στο βιβλίο. Λέει ότι η συγγραφέας χειρίστηκε το ζήτημα με λεπτότητα.
Ανάμεσα στους θεραπευθέντες είναι και η κόρη του Γιώργη Πετράκη - η σύζυγος-δασκάλα πέθανε και στο νησί ακολούθησε το δεύτερο μέλος της ίδιας οικογένειας. Η ατυχής νέα ερωτεύεται τον γιατρό της και τα αισθήματα είναι, παραδόξως, αμοιβαία. Η ιστορία του βιβλίου δεν περιορίζεται στο πηγαινέλα ασθενών στη Σπιναλόγκα, ούτε επικεντρώνει αποκλειστικά στα της θεραπείας ή της κοινότητας της λεπρών. Η Μαρία Πετράκη με τον έρωτα για τον γιατρό ξεχνά εύκολα τον πρώην αρραβωνιαστικό, τον πιο ωραίο άντρα της περιοχής, που αναστατώνει τους πάντες με τις επιπολαιότητές του. Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στην απέναντι όχθη, των υγιών. Η υπόθεση περιλαμβάνει ερωτικά δράματα, αντιζηλίες, οικογενειακές συγκρούσεις, ανατροπές. Η οικογένεια του βαρκάρη μέσω της άλλης κόρης του συνδέεται με τους Βανδουλάκηδες, τους προύχοντες της περιοχής. Αν η Χίσλοπ επιτυγχάνει κάτι είναι να καταγράψει τις διαστρωματώσεις και τα ήθη της εποχής χωρίς να γίνεται κουραστική με λεπτομέρειες. Και αν για τους Ελληνες τα στιβάνια και τα τσεμπέρια ακούγονται φολκλορικά, για τους ξένους έχουν τη γοητεία της couleur local. Το νησί άρεσε ίσως επειδή περιλαμβάνει χρώματα κι αρώματα κάπως εξωτικά. Δεν είναι τυχαίο το ότι μίλησαν για το νέο Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι. Δεν είναι τυχαίο ότι παρέχονται στον αναγνώστη πλουσιοπάροχα σκηνές από τις παραδόσεις της Κρήτης: γάμος, αρραβώνας, βάφτιση, κηδεία. Ο,τι πρέπει για να γίνει ταινία.
Το βάρος του στίγματος
Κάποια στιγμή έρχεται η ίαση και οι ασθενείς φεύγουν από το νησί. Οι είκοσι βαριά άρρωστοι που δεν έχουν ελπίδα μεταφέρονται στην Αθήνα - κάτι που έγινε στην πραγματικότητα. Πέρα από τα γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο αληθινά, καταγράφεται στο βιβλίο και το ζήτημα του στίγματος. Δεν πρόκειται για την κακή υποδοχή των θεραπευμένων αλλά για την ντροπή που νιώθουν οι οικογένειες των «βρώμικων». Η λέπρα είναι ασθένεια που όλοι ήθελαν να αποκρύψουν από το γενεαλογικό δέντρο τους. Αντιμετωπιζόταν ως θεόσταλτη τιμωρία. Η Χίσλοπ περιγράφει τον επιδέξιο τρόπο με τον οποίο οι Πετράκηδες αποσιωπούν την ασθένεια της δασκάλας αλλά και το σκάνδαλο στην αποκάλυψη ότι έχει μολυνθεί και η κόρη. Το άλλο σόι, των Βανδουλάκηδων, διακόπτει κάθε σχέση με τους εξ αγχιστείας συγγενείς όταν γίνεται γνωστό ότι πήραν νύφη από μολυσμένο σπίτι. Η καλοπαντρεμένη κόρη κρατά σκληρή στάση απέναντι στον πατέρα και την άρρωστη αδελφή της. Πάντως όλα τα πρόσωπα, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, παρουσιάζονται πλήρως ως προσωπικότητες, οι πράξεις έχουν συνέπεια αληθινών προσώπων. Αν λοιπόν η Χίσλοπ πρέπει να επαινεθεί για κάτι είναι για τη σκιαγράφηση ανθρώπων: δεν κάνει καρικατούρες.
Από άποψη δομής το βιβλίο ξεκινά με την Αγγλοελληνίδα που αναζητεί τις ρίζες της. Βρίσκει την καλύτερη φίλη της γιαγιάς της η οποία αφηγείται τα πάντα. Ακόμη και περιστατικά που δεν είχαν μάρτυρες. Ενώ δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος αποκαλύπτονται τα γεγονότα μέσα από τις αναμνήσεις, τις φημολογίες και τα κουτσομπολιά, υπάρχουν σημεία όπου αποκαλύπτονται λεπτομέρειες ή αποκαθίστανται διάλογοι που δεν υπήρχε τρόπος να μεταφερθούν ή τουλάχιστον δεν μαθαίνουμε από ποιο κανάλι έγιναν όλα αυτά γνωστά. Η εξιστόρηση αρχίζει με μια σύμβαση «η Φωτεινή είπε στην Αλέξις όλα όσα ήξερε για την ιστορία της οικογένειάς της, χωρίς να αφήσει τίποτα κρυφό», όμως μαθαίνουμε πολύ περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να ξέρει η Φωτεινή. Στο τελευταίο, τέταρτο μέρος του βιβλίου, γίνεται επαναφορά στο παρόν (στο 2001) και το βιβλίο κλείνει με την απροσδόκητη επίσκεψη της μητέρας της Αλέξις στην Πλάκα. Οι τελευταίες ψηφίδες θα μπουν στη θέση τους. Δεν υπάρχουν πλέον οικογενειακά μυστικά."
πηγή: tovima.gr

Σπιναλόγκα 105 χρόνια μετά .

Σπιναλόγκα 105 χρόνια μετά ...



Ο Φραγκίσκος της Ασίζης στο βιβλίο του Καζαντζάκη με τίτλο "Ο Φτωχούλης του Θεού" περιγράφει με τον συνήθη γλαφυρό του τρόπο μιλώντας στον Φράτε Λεόνε τον μεγαλύτερο του φόβο. "Να, λέει, δεν αντέχω τους λεπρούς, φοβάμαι να τους δω. Και μόνο να αφουγκραστώ από μακριά τα κουδουνάκια, που φορούν, για να τ' ακούν και ν' αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ".

Η αίσθηση αυτή στους περισσότερους από μας δεν λέει απολύτως τίποτα. Δεν πρόλαβε να καταγραφεί στις μνήμες μας καθώς η λέπρα πάνε 60 χρόνια πια που δεν αποτελεί φόβητρο για την ανθρωπότητα. Στην Κρήτη όμως οι ιστορίες των λεπρών και της Σπιναλόγκας πέρασαν με τη μορφή της αφήγησης και στη γενιά μας.
Άλλωστε, το νησάκι είναι πλάι μας και όποιος πάτησε έστω και μία φορά τα χώματά του ένοιωσε το αδιόρατο σφίξιμο, που προκαλεί ένας τόσο βαριά φορτισμένος τόπος.
Πήγα πρόσφατα. Παρακινημένη από μία ιστορία που τυχαία έμαθα πως δένει κάποιον συγγενή μου με την Σπιναλόγκα. Έτυχε επίσης να μάθω πως τούτες τις μέρες (στις 30 του μήνα) θα συμπληρωθούν εκατόν πέντε χρόνια από την πρώτη μέρα, που τα κουδουνάκια των λεπρών έπαψαν να ηχούν στις ρούγες των πόλεων της Κρήτης. Ως τότε οι Χανσενικοί συνήθως ζούσαν σε άθλιους οικισμούς έξω από τις πόλεις του νησιού, τα επονομαζόμενα Μεσκήνια και βίωναν -συνάμα με την απάνθρωπη ταλαιπωρία της νόσου τους- έναν εξίσου αδυσώπητο κοινωνικό αποκλεισμό. Μέχρι την 30η Μαϊου του 1903, που η Κρητική Πολιτεία με διάταγμά της αποφάσισε την μεταφορά τους στην Σπιναλόγκα.

Λένε πως τα ονόματα που διαλέγουμε για τόπους και ανθρώπους, άλλοτε δένονται με την ιστορία τους κι άλλοτε την καθορίζουν. Η Σπιναλόγκα πήρε το όνομα της πιθανά από την
παραφθορά του ονόματος Spinalonde (ονομασία που αναφέρεται σε έγγραφα του 13ου αιώνα και παραπέμπει "στην Ελούντα" ενώ αργότερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας
μετασχηματίστηκε σε Spina-lunga = μακρύ αγκάθι). Για 54 χρόνια το «μακρύ αγκάθι» της, τρεφόταν με τα σωματικά και ψυχικά βάσανα εκατοντάδων ανθρώπων που εξορίστηκαν στο νησί. Κρητικοί μόνο στην αρχή κι αργότερα –μετά το 1913- η Σπιναλόγκα λειτούργησε ως το «Διεθνές Λεπροκομείο» της Ευρώπης, φιλοξενώντας 1000 και πλέον ασθενείς. Οι ελπίδες για
ίαση της νόσου γεννήθηκαν το 1948, όταν ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας (ή νόσου του Hansen όπως αποκαλείται επιστημονικά). Από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά.
Κάποιοι πρόλαβαν να αποθεραπευτούν. Κάποιοι άλλοι όχι.

Στις μέρες μας, ένα βιβλίο που πούλησε ήδη 1.000.000 αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες, θύμισε σε μερικούς και έμαθε σε πολλούς, τα δράματα που φόρτισαν συγκινησιακά αυτόν τον τόπο. Τίτλος του είναι: «το νησί» και συγγραφέας του η Βικτόρια Χίσλοπ.
Κι η Σπιναλόγκα κάνει ήδη «ταμείο» αυτής της ανέλπιστης δημοσιότητας. Οι επισκέπτες της την μετατρέπουν σε ένα ιδιότυπο «προσκυνηματικό» μνημείο, που πασχίζει πια με σεβασμό να αντικαταστήσει τα … αγκάθια του με ρόδα.
Εν τούτοις, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν πως ο χώρος χρειάζεται φροντίδα και
κυρίως περισσότερη πληροφορία για το τι ακριβώς συνέβη εκεί. Κι αυτό γιατί σπάνια ένας τόπος διαθέτει τόσους αιώνες έντονης κληρονομιάς, κουβαλώντας τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων, της Κρητικής Πολιτείας, των Χανσενικών και των Νεοελλήνων. Άλλοτε ως Ενετικό κάστρο με τείχη και δεξαμενές, άλλοτε ως οθωμανικός οικισμός ή κέντρο ελεύθερου εμπορίου κι άλλοτε ως λεπροκομείο, τόπος αποκλεισμού και κομβικό σημείο για την εξέλιξη της σύγχρονης Ιατρικής. Κι αν τελικά κάτι διαφοροποιεί την Σπιναλόγκα από τα άλλα αξιοθέατα μας, είναι ότι εδώ η γη ποτίστηκε με ιστορίες αδιέξοδα τραγικές, που όμως μέσα στην απόλυτη απελπισία τους κατόρθωναν να στήσουν ρωγμές ελπίδας και ζωής, όπως αυτές που φτιάχνουν ο έρωτας, η πίστη, το ανθρώπινο πείσμα κι η αέναη δίψα για ένα πιο αισιόδοξο αύριο.
Πίσω από την μυθιστορία της Βικτόρια Χίσλοπ, υπάρχουν κρυμμένες ένα σωρό αληθινές
τραγικές  ιστορίες. Όπως εκείνη της προγόνου μου, που όταν έμαθε πως ο σύντροφός της
μεταφέρθηκε στη Σπιναλόγκα, πούλησε κρυφά τον αργαλειό της για να δώσει "πολλούς
παράδες" σε έναν βαρκάρη, τόσους ώστε να τον πείσει να την μεταφέρει νύχτα στο νησί. Κανείς δεν έμαθε πως κατάφερε να μπει στις παράγκες των λεπρών (το νησί είχε περίφραξη σαν "φρούριο" για τον αντίστροφο ακριβώς λόγο: να μην διαφύγουν από εκεί οι Χανσενικοί). Χρόνια μετά, όταν το φάρμακο βρέθηκε ο Γιάννης της, γύρισε στο χωριό. Εκείνη όμως όχι.

Ένας Μανόλης στάθηκε πιο τυχερός στα ίδια χρόνια. Νόσησε όντας αρραβωνιασμένος με το Ρηνιώ του. Συγγενείς και φίλοι σαν έμαθαν πως ο Μανόλης μεταφέρεται στη Σπιναλόγκα, αποφάσισαν να παρακάμψουν τα αυστηρά κρητικά εθιμικά και να αποδεσμεύσουν την Ειρήνη από το λογόστεμμα. Αρχές του 1940 ήταν και το Ρηνιώ μόλις στα 16 του. Ήξερε μόνο πως το καραβάκι που πήγαινε τρόφιμα στη Σπιναλόγκα επέστρεφε στον Άγιο Νικόλαο
κάθε Παρασκευή. Η Ειρήνη γύριζε τα προξενιά πίσω. Έτσι κι αλλιώς πολλά δεν ήταν.
Πανέμορφη κοπέλα -λένε- αλλά όλοι ήξεραν πως ήταν η μνηστή του λεπρού.
Οι Παρασκευές του 1940 την έβρισκαν πάντα στο λιμάνι. Όμως ο καπετάνιος ποτέ δεν είχε νέα να της πει. Άφηνε τα τρόφιμα στην βορεινή πύλη κι έφευγε σαν κλέφτης, πριν ξεπροβάλει πίσω από τα κάγκελα κανένας λεπρός.
Πέρασαν χρόνια δύσκολα.
Ο πόλεμος κι η Μάχη της Κρήτης στρέψαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων αλλού. Το Ρηνιώ όμως κάθε Παρασκευή κατέβαινε στο μώλο. Μέχρι που μία τέτοια μέρα ο Μανόλης γύρισε. Υγιής κι αποθεραπευμένος. Κατέβηκε σαν χαμένος από το καράβι και κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του την συνάντησε μα δεν την γνώρισε καν. Δεν ήταν όμορφη πια αλλά .. ήταν εκεί.



Ο Άγιος Παντελεήμονας της Σπιναλόγκας


Συνήθως λένε πως ο Θεός οργίζεται με τους ανθρώπους. Στη Σπιναλόγκα όμως για χρόνια ένοιωθες πως συνέβαινε τ' αντίθετο. Οι Χανσενικοί ήταν οργισμένοι με τον Θεό. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη λειτουργία δεν πάτησε ψυχή. Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις
την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.

Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι Χανσενικοί στο τέλος της λειτουργίας κι είδαν τον Παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Αγία Τράπεζα να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι Χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θα ρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναϊσκου. Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι Χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκας" συνέβαινε ξανά και ξανά. 

Αλλά ο ιερέας δεν ήταν ο μόνος υγιής στην κοινωνία του νησιού. Ήταν και η Ελένη. Λένε πως ήταν παντρεμένη με τον Κωστή στο Ηράκλειο, όταν εκείνος νόσησε. Νοσοκόμα η ίδια, δεν άντεχε στην ιδέα να αποχωριστεί τον άνθρωπό της. Εκείνος πάλι για να την προστατεύσει αποφάσισε αμέσως να κόψει κάθε επαφή μαζί της. Η Ελένη πήγε με το καραβάκι στη Σπιναλόγκα για να τον δει. Έκλαιγε στα κάγκελα της πύλης, παρακαλώντας να τον φωνάξουν αλλά ο Κωστής έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποθαρρύνει. "Συνέχισε τη ζωή σου και ξέχνα με" της μύνησε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαντατοφόρων η Ελένη λένε πως πέρασε μία σήρυγγα στη φλέβα της που είχε γεμάτη με το δικό του αίμα. Ο Κωστής έτρεξε κοντά της κι οι "κλειδοκράτορες" θεώρησαν πως ανήκει πια αυτοδίκαια στην "μέσα πλευρά" της Σπιναλόγκας. Η Ελένη έζησε καιρό στο νησί των λεπρών και φρόντισε πολλούς από αυτούς. Ο άντρας της πέθανε στα χέρια της. Η ίδια όμως επέστρεψε υγιής στο σπίτι της χρόνια μετά.


Περνοδιαβαίνοντας τα κακοτράχαλα σοκάκια της Σπιναλόγκας ακόμη και σήμερα -105 χρόνια μετά- νοιώθεις την πίκρα που πότισε τον τόπο. Ίσως όσοι την επισκέπτονται θα ‘πρεπε να γνωρίζουν τα λόγια που άφησε ως παρακαταθήκη του ο άνθρωπος -που όντας φοιτητής της Νομικής τότε κι ασθενής ο ίδιος- οργάνωσε στην Σπιναλόγκα την κοινωνία των λεπρών το 1936, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης: «Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον ίδιο δρόμο, που εσύ διαβαίνεις σήμερα».

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ
Διαβάστηκε: 356 φορές

Συγγραφέας: ΠΡΑΤΣΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Εκδόσεις: ΣΑΒΒΑΛΑΣ (16 βιβλία συνολικά)
Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (60 βιβλία συνολικά)

Το νησί Σπιναλόγκα πάντα με γοήτευε. Κάτι το όνομα, κάτι η ιστορία του, κάτι η τοποθεσία του, το πακέτο γενικότερα.

Η Σπιναλόγκα είναι της μόδας φέτος. Έχει παίξει πολύ στην τηλεόραση και όπως ήταν φυσικό βγήκαν και τα αντίστοιχα βιβλία.

Ένα τέτοιο είναι και αυτό που κρατάω στα χέρια μου: "ο γιατρός της Σπιναλόγκας". Η γενική με ξένισε λίγο (τα καζίνα, τα πάρτια) αλλά φαντάζομαι το βιβλίο θα πέρασε από φιλόλογο οπότε αυτός/αυτή ξέρει καλύτερα.

Το βιβλίο είναι πολύ καλό. Καλύτερο από ό,τι το περίμενα, για να πω την αλήθεια. Το μόνο που του λείπει είναι η ...γυναικεία του πλευρά. Είναι τετράγωνο, γεμάτο ακμές. Αν το έπιανε ένα γυναικείο χέρι σίγουρα θα το έκανε πιο ...καμπύλο. ;)


Στοιχεία του βιβλίου: 383 σελίδες, 14εκ επί 21εκ διαστάσεις, 16,50€


ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ:
Από κάποιο κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από το μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Αφησε δυο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτό το δρόμο.» Αυτό παραγγέλνει στους επισκέπτες της Σπιναλόγκας ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ο τελευταίος γιατρεμένος λεπρός του νοσηλευτηρίου του νησιού. 0 διευθυντής του νοσηλευτηρίου, ο γιατρός Γιώργος Παπαδάκης, είναι για τους έγκλειστους ο άνθρωπος τους. Ακριβώς αυτή η ανθρωπιά του θα γίνει η αιτία να γεννηθεί, στα δύσκολα χρόνια του Β" Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής, μια αληθινή φιλία ανάμεσα σ' αυτόν και τον Έριχ, ένα Γερμανό αξιωματικό. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής τους, οι δύο άνδρες θα ανακαλύψουν ανθρώπους και γεγονότα που τους ενώνουν, θα μιλήσουν για το παρελθόν τους, το παρόν τους, το μέλλον τους και για τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή τους. Η μετάθεση του Έριχ σε άλλο μέτωπο του πολέμου θα τους κάνει για αρκετά χρόνια να χάσουν ο ένας τα ίχνη του άλλου. Όμως η μοίρα τους επιφυλλάσει μεγάλες εκπλήξεις...
Ο Γιώργος Πρατσίνης γεννήθηκε στη Φουρνή Λασιθίου Κρήτης. Τελείωσε το Γυμνάσιο Νεαπόλεως και την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης. Διετέλεσε Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων Λασιθίου και το Υπουργείο τον έστειλε σε Γαλλία και Ολλανδία να παρακολουθήσει μαθήματα του κλάδου του. Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, με τα οποία εδώ και χρόνια συνεργάζεται. Έργα του:

Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Αυτή την Κυριακή η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου διαβάζει τις νουβέλες του Θέμου Κορνάρου «Σπιναλόγκα» και της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Η άρρωστη πολιτεία», που κυκλοφορούν σε έναν τόμο με θέμα τη λέπρα και το κοινωνικό στίγμα

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Προσθήκη στο Twitter
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark
Οι τόποι εξορίας χρειάζονται για να εστιάζεται πάνω τους το Κακό. Η σκέψη αυτή σε συντροφεύει όσο διαβάζεις το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο. «Σπιναλόγκα». Το άκουσμα και μόνο της λέξης γεννά ρίγος, φόβο, αποτροπιασμό. Αλλά και μια κρυφή έλξη. Η έλξη του αποτρόπαιου.

Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Ομως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Ετσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Οχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.

Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.

Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ενα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.

Η Αρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ενα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ενα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.

Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ενα κείμενο-ουρλιαχτό. Ενα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Αγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Οταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.

Αν και με πιο ήπιο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα και στην Καζαντζάκη βάλλεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές (βλέπε και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Κέλυ Δασκαλά στην Αρρωστη πολιτεία των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα). Τονίζεται η υποκρισία, ο κοινωνικός έλεγχος, η βαρβαρότητα των υγιών. Η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ό,τι το ανθρώπινο κατά λάθος τον κατοικεί. Ο υγιής, πιο λεπρός από τον λεπρό. «Η σχέση του πολιτισμού με το μαδημένο πετσί τ΄ ανθρώπου». Ιδού η μεγάλη όσο και επίκαιρη ανατροπή που κομίζουν τα δύο κείμενα. Η υγεία τελικά αποβαίνει μια ύποπτη και για τους δύο συγγραφείς έννοια. Οι κάτοικοι στο νησί ζουν με έναν διπλό καταναγκασμό: από τη μια η φριχτή νόσος με το ροκάνισμα του σώματος, και από την άλλη ένα κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει, ποινικοποιεί προκειμένου να κρατηθεί αμόλυντο, να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Η ασθένεια, το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, αποκτά εδώ μια ιδιότυπη σκληρότητα.

Ο λεπρός μπορεί να μην έχει το σαλεμένο μυαλό του τρελού, έχει όμως τη σαλεμένη όψη ενός αποκρουστικά δύσμορφου πλάσματος. «Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κλιτσανισμένες πληγές», «σάπιο στόμα που βρωμάει και με το λουβιασμένο λαρύγγι».

Η Σπιναλόγκα. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957
Η εμβληματική φιγούρα της παραμόρφωσης εκτοπισμένης εκεί-έξω καθησυχάζει όλους εμάς ως προς την αρτιμέλεια και την ευμορφία μας.

Ο καθημερινός αγώνας που δίνουν οι λεπροί, οι αμυντικοί μηχανισμοί επιβίωσης, η στενή διαπλοκή του έρωτα με τον θάνατο, του λογικού με το παράλογο, του εφησυχαστικού με το τρομαχτικό συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό «ανθρωπογνωσίας». Η ακραία συνθήκη αποτελεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό της ύπαρξης φακό. Η παρούσα έκδοση προσφέρει μια συγκλονιστική μαρτυρία ύπαρξης και αξίζει ειδικά σήμερα να διαβαστεί από όλους.

Η επικαιρότητα εν τέλει της Σπιναλόγκα έχει να κάνει με μια κοινωνία που εξακολουθεί να καλλιεργεί στο σύγχρονο άτομο το αίσθημα του εξόριστου από τον εαυτό του και την ιστορία του. Τα σημαίνοντα της εξορίας πολλαπλασιάζονται σήμερα στον αδειασμένο από νόημα και έμπλεο αγωνίας για το σήμερα και τρόμο για το αύριο ανελεύθερο κόσμο μας. Αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ταυτότητα και τους όρους λειτουργίας της, για την παθολογία και τη δυσμορφία της ευρύτερης ομάδας, για την ηθική της ζωής που κατακλύζει τα παραμορφωμένα μελλοθάνατα πλάσματα του καταραμένου νησιού που και στα δύο κείμενα ερωτεύονται, ζουν, υπάρχουν, στήνουν έναν ανέλπιδο αλλά ταυτόχρονα γενναίο και θαρρετό αγώνα ζωής. Στον νου μού έρχεται ο Παβέζε «Μία μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τα άλλα είναι αθλιότητες».

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=356846&dt=26/09/2010#ixzz14Wz6oiTS

Η μόνη αλήθεια για τη Σπιναλόγκα

Δύο ελληνικά κείμενα στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζουν τον καθημερινό αγώνα των χανσενικών Της Τιτικας Δημητρουλια
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η άρρωστη πολιτεία
Επίμετρο: Κέλη Δασκαλά
εκδ. Ελληνικά Γράμματα

ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ - ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το νησί των σημαδεμένων. Σπιναλόγκα – Η άρρωστη πολιτεία
Επιλεγόμενα: Μ. Λουκάκης εκδ. Καστανιώτη
Αντιγράφω από το «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ, που διασκευασμένο προβάλλεται φέτος τον χειμώνα και στην τηλεόραση: (η Σπιναλόγκα) «ήταν παράδεισος. Πρόσφερε ελευθερία που δεν την είχαν φανταστεί, με τον καθαρό αέρα, το κελάηδημα των πουλιών και ένα δρόμο ιδανικό για βόλτες· εδώ θα μπορούσαν να ανακαλύψουν ξανά τη χαμένη ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους» (σ.120). Η Χίσλοπ ξεκινά την αφήγησή της το 1939, όταν έχουν αρχίσει οι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν σημαντικά τη ζωή των χανσενικών, οι οποίοι από το 1894 ήδη κατέληγαν στη Σπιναλόγκα – πριν δηλαδή ιδρυθεί από την κρητική Πολιτεία επισήμως το λεπροκομείο το 1903. Οσο και αν η ιστορία της Χίσλοπ προάγει την εξάλειψη της προκατάληψης, η Σπιναλόγκα ουδέποτε υπήρξε παράδεισος. Οπως επισημαίνει η Κέλη Δασκαλά στο επίμετρό της στη νουβέλα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «η Αγγλίδα πεζογράφος δεν στέκεται στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ασθενείς, παρά φωτίζει την “αλήθεια” που εκείνοι κατέκτησαν». Η μόνη αλήθεια, όμως, ήταν αυτές οι δυσκολίες, η ζωή των χανσενικών που άλλαζε μαζί με την εικόνα τους στον καθρέφτη, καθώς ως ατομικά και κοινωνικά υποκείμενα έρχονταν αντιμέτωποι με ακραίες προκλήσεις. Τον αγώνα των ασθενών ενάντια στις υλικές αλλά και τις ψυχικές δυσκολίες της παραμόρφωσης, της απόρριψης, πρώτα από τον εαυτό και δευτερευόντως από την κοινωνία, της απομόνωσης, της ταλάντευσης ανάμεσα στην ελπίδα της θεραπείας και την απόγνωση, την αποκτήνωση και την υπέρβαση τις αποτυπώνουν ανάγλυφα δύο πολύ σημαντικά ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, στις αρχές του 20ού αιώνα ήδη, η «Αρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη και η «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου.
Κρητικοί και οι δύο, με άμεση εποπτεία του θέματος, δημοσιεύουν τα κείμενά τους με περίπου είκοσι χρόνια διαφορά: το 1914 η Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη, το 1933 ο Κορνάρος. Στο «ρομάντζο» της, όπως η ίδια το ονομάζει, η Καζαντζάκη εστιάζει στην ψυχολογία της νεαρής, άρρωστης ηρωίδας της, η οποία βιώνει την ανεξήγητη, ανίατη ασθένειά της ως όνειδος και ο εκφυλισμός του σώματός της την οδηγεί σε διπλή περιθωριοποίηση. Από τη μια το «νησί» και από την άλλη η δική της εκούσια απομόνωση από τους άλλους, των οποίων περιφρονεί την ίδια την προσαρμοστικότητα, τη δύναμή τους να ζουν την κάθε στιγμή παρά την παραμόρφωση, τον διαμελισμό, τον πόνο.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η Καζαντζάκη συσχετίζει το σωματικό με το ηθικό, το χαλασμένο σώμα με την άρρωστη ψυχή. Τη θέση της αυτή θα την αναιρέσει η ίδια, στη δεκαετία του 1930, όπως μας πληροφορεί η Δασκαλά, όταν θα επισκεφτεί τη Σπιναλόγκα ξανά για ένα ρεπορτάζ και θα διαπιστώσει πως οι λεπροί θεωρούνται ηθικά επικίνδυνοι και κομμουνιστές ακόμα λόγω της ασθένειάς τους. Θα αρχίσει μάλιστα να αναθεωρεί πιο συστηματικά το έργο της, αλλά δεν θα ολοκληρώσει ποτέ την προσπάθεια αυτή. Δεν θα συμμεριστεί, όμως, παρά το γεγονός ότι κινούνται στον ίδιο ιδεολογικό χώρο, τον καταγγελτικό τόνο του Κορνάρου, που στην εισαγωγή της δικής του Σπιναλόγκας καλεί, με αφορμή τους λεπρούς και τα βάσανά τους, σε εργατική επανάσταση: οι λεπροί γίνονται μια εφιαλτική προεικόνιση του προλεταριάτου, όταν το πετά, αφού πρώτα το έχει ξεζουμίσει, ο καπιταλισμός.
Στη νουβέλα της Καζαντζάκη, η ηρωίδα ανοίγει ένα σχολείο για τα παιδιά του νησιού και το κλείνει μετά από λίγο, απογοητευμένη, αηδιασμένη από τη μορφή και το ήθος των ασθενών, μικρών και μεγάλων, και απόλυτα πεπεισμένη για το ανίατο της ασθένειας. Ξανανιώθει την ελπίδα όταν συναντά έναν δάσκαλο και σχεδόν τον ερωτεύεται. Συναινεί σε έναν συμβατικό γάμο, για να υπαναχωρήσει την τελευταία στιγμή, επιλέγοντας μια ελεύθερη ένωση και κατακτώντας την υπέρβαση στην οποία εξαρχής αποσκοπούσε μέσα από μια κατάφαση, τελικά, στη ζωή – η ερμηνεία της τελευταίας σκηνής στη σπηλιά ως σκηνής αυτοκτονίας από τη Δασκαλά προσωπικά δεν με πείθει διόλου.
Στο βιβλίο του Κορνάρου, ο ήρωας είναι επίσης δάσκαλος και ταλαντεύεται εξίσου ανάμεσα στη μόνωση και τη συμβίωση, την απέχθεια και τη συμπόνια. Ο Κορνάρος περιγράφει με ιδιαιτέρως μελανά χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης των ασθενών, τη στάση της εξουσίας, της τοπικής κοινωνίας, των γιατρών, της Εκκλησίας (ας μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα ξαναήρθε στην επικαιρότητα με το βιβλίο του «Οι άγιοι χωρίς μάσκα» με αφορμή το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις). Οι σκηνές με τον γιατρό του νησιού και οι θέσεις του για την ιατρική δεοντολογία αποδεικνύονται δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρες. Από την άλλη, ο Κορνάρος κλείνει το βιβλίο του με την εικόνα ενός θανάτου που διδάσκει την αξία της ζωής, επίσης με την ελπίδα δηλαδή, μέσα σε όλο τον ζόφο που έχει ήδη περιγράψει με μια ακρίβεια που δημιουργεί αισθήματα ναυτίας στον αναγνώστη αλλά και ενάντια σ’ αυτόν.
Δύο πολύ δυνατά κείμενα που δίνουν το μέτρο αυτής της άνισης μάχης με μια αρρώστια που υπονομεύει την ίδια την ανθρωπινότητα. Το κατατοπιστικό επίμετρο της Δασκαλά, παρά τις όποιες ενστάσεις. Κι ένα κείμενο πολύ προσωπικό όσο και δυνατό: το επίμετρο του Μάνου Λουκάκη, που θέτει καίρια ζητήματα για την αρρώστια και την ετεροτοπία που συνιστά το «Απέναντι», για τους τόπους που μας κατοικούν και τον Αλλον που μας ορίζει. Εικόνες δύσκολες, σκηνές ζόρικες, λόγια ασήκωτα από όλα εκείνα που δεν λέγονται. Τα συμπληρώνει όσο γίνεται το σελιλόιντ, το «Νησί της σιωπής» της Λίλας Κουρκουλάκου το 1958, οι εξαιρετικές «Τελευταίες λέξεις» («Letzte Worte») του Βέρνερ Χέρτζογκ το 1968, για τον τελευταίο κάτοικο της Σπιναλόγκας που δεν ήθελε να επιστρέψει στον πολιτισμό (αναζητήστε το στο YouTube), η μικρού μήκους «Σπιναλόγκα» του Κώστα Αθουσάκη το 2007…